συμπεριπλέκω
English (LSJ)
in Pass.,
A embrace, ἐν ἀγάπαις Thd. Pr.7.18.
German (Pape)
[Seite 986] mit umflechten, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συμπεριπλέκω: πλέκω ὁλόγυρα μετά τινος, περικυκλῶ μετά τινος, Ἀκύλας ἐν Παροιμ. Η΄, 8. ― Παθ., συνουσιάζομαι μετά τινος, ἐν παραβύστῳ αἰσχρότητι συμπεριπλεκόμενος τῷ γυναίῳ ὁ γόης Ἐπιφάν. τ. σ. 56Ε.