[ᾰ], ον,
A glib of tongue, Ar. Ra.815 (lyr.).
ὀξῠλάλος: [ᾰ], -ον, ὀξέως, ταχέως λαλῶν, λάλος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 815.
ος, ον :qui bavarde vivement.Étymologie: ὀξύς, λαλέω.