κατάστρωμα

Revision as of 19:47, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is spread upon or over: in a ship, deck, Hdt.8.118,119, Th.1.49, X. HG1.4.18, Pl.La.184a, Thphr.Char. 22.5, etc.; καταστρώματα διὰ πάσης [τῆς νεώς] Th.1.14; οἱ ἀπὸ τῶν κ., i.e. the fighting men, opp. the rowers, Id.7.40.    II part of the constellation Argo, Hipparch.1.8.1, Ptol.Alm.8.1.    III πλίνθινα κ. a tile roof, AB269, cf. LW 3.141 (Ephesus).    IV floor, pavement, Ath.Mech.13.4, Gp.6.2.10.

German (Pape)

[Seite 1383] τό, das Hingebreitete, bes. das Schiffsverdeck; Her. 8, 118; Thuc. 1, 49; Plat. Lach. 184 a; Xen. Hell. 1, 4, 7; Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κατάστρωμα: τό, τὸ ἐπεστρωμένον· ἐν πλοίῳ, τὸ ἐπάνω πάτωμα, ὅπερ «κατάστρωμα» καὶ νῦν ἔτι καλεῖται, Ἡρόδ. 8. 118· τοὺς ἐκ τοῦ καταστρώματος καταβιβάσας ἐς κοίλην νῆα 8. 119, Θουκ. 1. 49, Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 18, κτλ.· καταστρώματα διὰ πάσης τῆς νεώς Θουκ. 1. 14· οἱ ἀπὸ τῶν καταστρωμάτων, δηλ. οἱ (ἐπιβάται) μαχηταί, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς ἐρέτας, ὁ αὐτ. 7. 40. ΙΙ. μέρος τοῦ ἀστερισμοῦ, ὅστις Ἀργὼ καλεῖται, Πτολ. ΙΙΙ. πλίνθινα κ., στέγη ἐκ πλίνθων ἢ κεράμων, Β. Α. 269.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
pont de navire.
Étymologie: καταστρώννυμι.