καταστρώννυμι
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English (LSJ)
also καταστρωννύω LXX Jb.12.23, Mitteis Chr.31 viii 18 (ii B.C.): fut. καταστρώσω:—Pass., A fut. καταστρωθήσομαι LXX Ju.7.14: aor. -εστρώθην (v. infr.):—spread out, κλίνην Hierocl.p.63 A.
II spread over, cover, οἶκον… ῥόδοις Ael.VH9.8:—Pass., πεδίον νεκρῶν κατεστρώθη was strewed with... D.S.14.114; σκορπίων κανθήλιον -εστρωμένον Str.14.2.26.
III lay low, δάμαρτα καὶ παῖδ' ἑνὶ κατέστρωσεν βέλει E.HF1000, cf. X.Cyr.3.3.64:—Pass., ὡς δὲ Ἕλλησι κατέστρωντο οἱ βάρβαροι Hdt.9.76, cf. 8.53, 1 Ep.Cor.10.5.
IV layer, in Pass. of vines, Gp.5.17.11.
2 βοτάνιον κατὰ τοῦ ἐδάφους -εστρωμένον prostrate, Dsc. 2.130.
French (Bailly abrégé)
ao. κατέστρωσα;
1 avec double rég. joncher : οἶκον ῥόδοις ÉL une maison de roses;
2 jeter à terre, abattre.
Étymologie: κατά, στρώννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-στρώννυμι uitspreiden over, bedekken:. χωρίον λίθῳ σκληρῷ κατεστρωμένον ἄνωθεν een stuk grond aan de bovenkant geplaveid met harde steen Plut. Caes. 47.2. neerleggen, doden:. τοῖσι῞Ελλησι... κατέστρωντο οἱ βάρβαροι de barbaren waren door de Grieken gedood Hdt. 9.76.1.
German (Pape)
[ῡ], (στρώννυμι), = καταστορέννυμι, bes. Sp.; hinwerfen, niederschlagen, δάμαρτα καὶ παῖδ' ἑνὶ κατέστρωσεν βέλει Eur. Herc.Fur. 1000; τοῖσι Ἕλλησι κατέστρωντο οἱ βάρβαροι Her. 9.76; πολλοὺς κατεστρώννυσαν Xen. Cyr. 3.3.64.
Russian (Dvoretsky)
καταστρώννῡμι:
1 устилать (πεδίον νεκρῶν κατεστρώθη Diod.);
2 убивать, умерщвлять (τινα βέλει Eur.; πολλούς Xen.); pass. погибать (κατεστρώθησαν ἐν τῇ ἐρήμῳ NT).
English (Strong)
from κατά and στρώννυμι; to strew down, i.e. (by implication) to prostrate (slay): overthrow.
English (Thayer)
1st aorist passive κατεστρωθην; to strew over (the ground); to prostrate, slay (cf. our to lay low): A. V. overthrown). (Herodotus 8,53; 9,76; Xenophon, Cyril 3,3, 64.)
Greek Monolingual
καταστρώννυμι και καταστρώνω (Α)
βλ. καταστρώνω.
Greek Monotonic
καταστρώννῡμι: και -ύω· μέλ. -στρώσω, Παθ. αόρ. αʹ -εστρώθην· στρώνω κάτω, απλώνω καταγής, σε Ευρ., Ξεν. — Παθ., κατέστρωντο οἱ βάρβαροι, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
καταστρώννῡμι: καὶ -ύω: μέλλ. -στρώσω: ἀόρ. παθ. -εστρώθην. Στρώνω κάτω, κατὰ γῆς, ἁπλώνω ἄνωθεν, ἐκτείνω, καλύπτω, τοὺς οἴκους ῥόδοις Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 8· κλίνην κ. Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 491, 28·- Παθ., πεδίον νεκρῶν κατεστρώθη, ἐκ νεκρῶν, μὲ ν…, ἡ σύνταξις κατὰ τὸ ἐπληρώθη τινός, Διόδ. 14. 114· κανθήλιον κατεστρωμένον σκορπίων Στράβ. 660. ΙΙ. ὡς τὸ καταστορέννυμι ΙΙΙ., «στρώνω κάτω», καταβάλλω, ἀποκτείνω, φονεύω, δάμαρτα καὶ παῖδ’ ἑνὶ κατέστρωσεν βέλει Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1000, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 3. 3, 64·- Παθ., ὡς δὲ Ἕλλησι κατέστρωντο οἱ βάρβαροι Ἡρόδ. 9, 76, πρβλ. 8, 53.
Middle Liddell
and -ύω fut. -στρώσω aor1 pass. -εστρώθην
to lay low, Eur., Xen.:—Pass., κατέστρωντο οἱ βάρβαροι Hdt.
B. καταστορέννυμι part. fem. καστορνῦσα part. fem. καστορνῦσα as if from καταστόρνυμι fut. -στορέσω
I. to over-spread or cover with a thing, τί τινι Il.
II. to spread upon, Od.
III. to throw down, lay low, Hdt.; καταστ. κύματα, Lat. sternere aequor, Anth.
Chinese
原文音譯:katastrènnumi 卡他-士特朗匿米
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向下-撒佈 相當於: (שָׁחַט / שַׁחֲטָה)
字義溯源:覆沒,殺死,殺,倒斃;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(στρώννυμι / στρωννύω)*=散佈)組成
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 他們倒斃(1) 林前10:5