συνδιεκπίπτω

Revision as of 19:47, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

   A escape together, Plu.Publ.19, Gal.8.227.

German (Pape)

[Seite 1008] (s. πίπτω), sich mit durchschlagen u. entkommen, Plut. Poplic. 19.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιεκπίπτω: διεκπίπτω ὁμοῦ, συνεξορμῶ, τρεῖς τινες οἰκέται συνδιεκπεσόντες ἔσῳζον αὐτὴν Πλουτ. Ποπλικ. 19, Γαλην. τ. 7, σ. 455.

French (Bailly abrégé)

s’élancer tout à coup ensemble.
Étymologie: σύν, διεκπίπτω.