συνδιεκπίπτω

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιεκπίπτω Medium diacritics: συνδιεκπίπτω Low diacritics: συνδιεκπίπτω Capitals: ΣΥΝΔΙΕΚΠΙΠΤΩ
Transliteration A: syndiekpíptō Transliteration B: syndiekpiptō Transliteration C: syndiekpipto Beta Code: sundiekpi/ptw

English (LSJ)

escape together, Plu.Publ.19, Gal.8.227.

German (Pape)

[Seite 1008] (s. πίπτω), sich mit durchschlagen u. entkommen, Plut. Poplic. 19.

French (Bailly abrégé)

s'élancer tout à coup ensemble.
Étymologie: σύν, διεκπίπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνδιεκπίπτω [σύν, διά, ἐκπίπτω] samen ontsnappen.

Russian (Dvoretsky)

συνδιεκπίπτω: вместе прорываться (сквозь неприятельское ряды) Plut.

Greek Monolingual

Α
διαφεύγω μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διεκπίπτω «εξέρχομαι, ξεφεύγω, διαφεύγω»].

Greek Monotonic

συνδιεκπίπτω: μέλ. -πεσοῦμαι, εξορμώ διαμέσου βιαίως μαζί με κάποιον, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιεκπίπτω: διεκπίπτω ὁμοῦ, συνεξορμῶ, τρεῖς τινες οἰκέται συνδιεκπεσόντες ἔσῳζον αὐτὴν Πλουτ. Ποπλικ. 19, Γαλην. τ. 7, σ. 455.

Middle Liddell

fut. -πεσοῦμαι
to rush out through together, Plut.