συνδιεκπίπτω
From LSJ
English (LSJ)
escape together, Plu.Publ.19, Gal.8.227.
German (Pape)
[Seite 1008] (s. πίπτω), sich mit durchschlagen u. entkommen, Plut. Poplic. 19.
French (Bailly abrégé)
s'élancer tout à coup ensemble.
Étymologie: σύν, διεκπίπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνδιεκπίπτω [σύν, διά, ἐκπίπτω] samen ontsnappen.
Russian (Dvoretsky)
συνδιεκπίπτω: вместе прорываться (сквозь неприятельское ряды) Plut.
Greek Monolingual
Α
διαφεύγω μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διεκπίπτω «εξέρχομαι, ξεφεύγω, διαφεύγω»].
Greek Monotonic
συνδιεκπίπτω: μέλ. -πεσοῦμαι, εξορμώ διαμέσου βιαίως μαζί με κάποιον, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιεκπίπτω: διεκπίπτω ὁμοῦ, συνεξορμῶ, τρεῖς τινες οἰκέται συνδιεκπεσόντες ἔσῳζον αὐτὴν Πλουτ. Ποπλικ. 19, Γαλην. τ. 7, σ. 455.