ἁπλότης

Revision as of 19:48, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A singleness, τῆς φωνῆς Arist.Aud.801a19.    II simplicity, πόλεως X.HG6.1.18; κατὰ τὴν μουσικήν Pl.R.404e; τῆς τροφῆς D.S.3.17: of literarystyle, D.H.Rh.9.14: pl., ἁπλότητες λόγων ibid.    2 of persons, simplicity, frankness, sincerity, X.Cyr.1.4.3, LXX Wi.1.1, Plb.1.78.8, D.S.5.66, etc.; ἡ εἰς τὸν Χριστὸν ἁ. 2 Ep.Cor. 11.3.    3 open-heartedness: hence, liberality, ib.8.2, 9.11, cf. IG14.1517.

German (Pape)

[Seite 293] ητος, ἡ, Einfachheit, Plat. Rep. III, 404 e; Redlichkeit, Aesch. 3, 229; bei Sp. Dummheit.

Greek (Liddell-Scott)

ἁπλότης: -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, τῆς φωνῆς Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 17, ΙΙ. ἁπλότης, τῆς μουσικῆς Πλάτ. Πολ. 404Ε· τῆς τροφῆς Διόδ. 3. 17. 2) ἐπὶ προσώπων, ἁπλότης, εἰλικρὶνεια, Ξεν. Κύρ. 1. 4. 3, κτλ., ἐλευθεριότης, φιλοδοσία, φιλοδωρία, Ἐπιστ. π. Κορινθ. Β΄. κ΄. 2, θ΄. 11, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 simplicité;
2 droiture, franchise.
Étymologie: ἁπλόος.