ἀπομόργνυμι

Revision as of 19:48, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

fut. -μόρξω,

   A wipe off or away from, ἀπ' ἰχῶ χειρὸς ὀμόργνυ Il.5.416; αἷμ' ἀπομόργνυ ib.798; πεύκης ἀπὸ δάκρυ' ὀμ. v.l. in Nic.Al.547:— Med., wipe off from oneself, ἀπομορξαμένω κονίην Il.23.739; ἀπομόρξατο δάκρυ wiped away his tears, Od.17.304; ἀφρὸν ἀπὸ στομάτων Mosch. 2.96; abs. in same sense, ἀπομόρξασθαι Ar.Ach.706; ἀ. ἱδρῶτα ib. 696:—Pass., τὴν ὀργὴν ἀπομορχθείς having my anger wiped off, Id.V. 560; ἀπωμοργμένος rubbed bare, Arist.Phgn.810b3.    2 wipe clean, σπόγγῳ δ' ἀμφὶ πρόσωπα . . ἀπομόργνυ Il.18.414:—Med., ἀπομόρξατο χερσὶ παρειάς wiped her cheeks, Od.18.200.

German (Pape)

[Seite 315] (s. ὀμόργνυμι), abwischen, αἷμ' ἀπομόργνυ Il. 5, 798; 18, 414 σπόγγῳ δ'ἀμφὶ πρόσωπα καὶ ἄμφω χεῖρ' ἀπομόργνυ αὐχένα τε καὶ στήθεα; Iliad. 5, 416 ἀπ' ἰχῶ χειρὸς ὀμόργνυ; in demselben Sinne med., ἀπομόρξατο δάκρυ Iliad. 2, 269 Od. 17, 304; Od. 18, 200 ἀπομόρξατο χερσὶ παρειάς; Iliad. 23, 739 ἀπομορξαμένω κονίην; ἱδρῶτα Ar. Ach. 663; übertr., ἀπομορχθεὶς τὴν ὀργήν Vesp. 560, u. sp. D., z. B. Ap. Rh. 2, 86; ἀπό τινος Mosch. 2, 96.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομόργνῡμι: μέλλ. -μόρξω: ἀπομάσσω, ἀποσπογγίζω, ἢ ῥα καὶ ἀμφοτέρῃσιν ἀπ. ἰχῶ χειρὸς ὁμόργνυ, «ἀπέψα, ἀπέμασσεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 416· αἷμ’ ἀπομόργνυ αὐτόθι 798· πεύκης ἀπὸ δάκρυ’ ὀμ. Νικ. Ἀλεξιφ. 558: ― Μέσ., ἀπομορξαμένω κονίην Ἰλ. Ψ. 739· ἀπομόρξατο δάκρυ Ὀδ. Ρ. 304· ἀπολ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, ἀπομόρξασθαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 706· ἀπ. ἱδρῶτα αὐτόθι 696· καὶ ἐν τῷ παθ., τὴν ὀργὴν ἀπομορχθείς, ἀποσπογγισθεὶς τὸν θυμόν μου, ἀστεϊσμὸς ῾παρ’ ὑπόνοιαν᾿, ὁ ἀυτ. 560· ἀπωμοργμένος, ἀπεσπογγισμένος, ἀπογεγυμνωμένος, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 6. 2) σπογγίζω ἐντελῶς, σπόγγῳ δ’ ἀμφὶ πρόσωπα… ἀπομόργνυ Ἰλ. Σ. 414: ― Μέσ., ἀπομόρξατο χερσὶ παρειάς, ἀπεσπόγγισε διὰ τῶν χειρῶν τὰς ἑαυτῆς παρειάς, Ὀδ. Σ. 200.

French (Bailly abrégé)

1 faire sortir en pressant ou en essuyant : αἷμα IL étancher du sang;
2 essuyer, purifier : πρόσωπα IL essuyer le visage;
Moy. ἀπομόργνυμαι;
1 ôter en essuyant sur soi, essuyer, acc.;
2 essuyer sur soi : χερσὶ παρειάς OD essuyer ses joues avec ses mains.
Étymologie: ἀπό, ὀμόργνυμι.