ἀπόκρυφος

Revision as of 19:48, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ον,

   A hidden, concealed, E.HF1070(lyr.); ἐν ἀποκρύφφ in secret, Hdt.2.35; ἀ. θησαυροί hidden, stored up, Ep.Col.2.3; underhand, μηδὲν ἀ. πεποιῆσθαι Vit.Philonid.p.2C.    2 c. gen., ἀπόκρυφον πατρός unknown to him, X.Smp.8.11.    II obscure, recondite, hard to understand, Id.Mem.3.5.14; γράμματα Call.Fr.242; ἀ. σύμβολαδέλτων, of hieroglyphics, Hymn.Is.10; στήλη PMag.Par.1.1115; [βίβλος] PMag.Leid.W.25.14; -κρύφων μύσται Vett.Val.7.30; ἀ. αἰτία Procl.in Ti.1.53D., cf. eund.in Prm.p.549 S.    III Adv. -φως secretly, Aq.Hb.3.14, Vett.Val.301.5.

German (Pape)

[Seite 309] versteckt, heimlich, δέμας Eur. Herc. fur. 1069; ἀπόκρυφον πατρός, ohne des Vaters Wissen, Xen. Symp. 8, 11; abs., Mem. 3, 5. 14; καθαρμός Ep. ad. 198 (App. 100). Dah. βιβλία, geheime, Suid.; auch = untergeschoben, unächt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόκρῠφος: -ον, κεκρυμμένος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1070· ἐν ἀποκρύφῳ, κρυφίως, μυστικῶς, Ἡρόδ. 2. 35· ἀπ. θησαυροί, κεκρυμμένοι, ἐναποτεθειμένοι, Ἐπιστ. π. Κολ. β΄, 31.· 2) μετὰ γεν., ἀπόκρυφον πατρός, ἄγνωστον εἰς αὐτόν, Ξεν. Συμπ. 8. 11. ΙΙ. ἀσαφής, σκοτεινός, δυσκατάληπτος, ὁ αὐτ. Ἀπομν. 3. 5, 14· γράμματα Καλλ. Ἀποσπ. 242· ἀπ. σύμβολα δέλτων, ἐπὶ ἱερογλυφικῶν, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 1028. 10. ΙΙΙ. παρ’ Ἐκκλ. ἐπὶ βιβλίων, ὁτὲ μὲν νόθων, ὁτὲ δὲ μὴ κανονικῶν, μὴ ἀνεγνωρισμένων ὑπὸ τοῦ χριστιανισμοῦ, ἴδε Suicer ἐν λ. - Ἐπίρρ. -φως Ἀκύλας Παλ. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
soustrait aux regards, caché, secret ; τὸ ἀπόκρυφον pudenda muliebria.
Étymologie: ἀποκρύπτω.