ἀποσπασμός

Revision as of 19:48, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ὁ,

   A tearing away, severing, Plu.2.77c; νεύρου Gal.18(1).736.    II being torn away, separation, severance, ὁ τῆς συνοδίας ἀ. Str.8.3.17; τῶν ἀναγκαιοτάτων D.H.5.55, cf. Phld.λιβ. p.4O.; -μοὶ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος Id.Mort. 9.

German (Pape)

[Seite 325] ὁ, das Abziehen, Trennung, Plut. prof. virt. sent. p. 247; Strab.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσπασμός: ὁ, ἀποχωρισμός, Πλόυτ. 2. 77C. ΙΙ, διαίρεσις, διαχωρισμός, ὁ τῆς συνοδίας ἀποσπασμός, εἰς τἀναντία τῆς ὁδοῦ οὔσης, Στράβ. 346· τῶν ἀναγκαιοτάτων Διον. Ἁλ. 5. 55.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de déchirer, d’arracher.
Étymologie: ἀποσπάω.