ἀποσπασμός
Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei
English (LSJ)
ὁ,
A tearing away, severing, Plu.2.77c; νεύρου Gal.18(1).736.
II being torn away, separation, severance, ὁ τῆς συνοδίας ἀ. Str.8.3.17; τῶν ἀναγκαιοτάτων D.H.5.55, cf. Phld.λιβ. p.4O.; -μοὶ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος Id.Mort. 9.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 separación Plu.2.77c, τοὺς ἀποσπασμοὺς τῆς ψυχῆς ἀπὸ [τοῦ σώ] ματος Phld.Mort.99
•desviación, apartamiento τῆς συνοδίας Str.8.3.17, τῶν ἀναγκαιοτάτων D.H.5.55, τῶν οἰκείων Phld.Lib.4
•rapto, secuestro τῆς δούλης PFam.Teb.37.21 (II d.C.).
2 medic. distensión νεύρου Gal.18(1).736.
German (Pape)
[Seite 325] ὁ, das Abziehen, Trennung, Plut. prof. virt. sent. p. 247; Strab.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de déchirer, d'arracher.
Étymologie: ἀποσπάω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσπασμός: ὁ, ἀποχωρισμός, Πλόυτ. 2. 77C. ΙΙ, διαίρεσις, διαχωρισμός, ὁ τῆς συνοδίας ἀποσπασμός, εἰς τἀναντία τῆς ὁδοῦ οὔσης, Στράβ. 346· τῶν ἀναγκαιοτάτων Διον. Ἁλ. 5. 55.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσπασμός: ὁ вырывание, отвлекание Plut.