τἀναντία
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
German (Pape)
[Seite 1066] att. zsgzgn statt τὰ ἐναντία.
French (Bailly abrégé)
crase att. p. τὰ ἐναντία.
Russian (Dvoretsky)
τἀναντία: in crasi = τὰ ἐναντία.
Greek (Liddell-Scott)
τἀναντία: κατ’ Ἀττ. κρᾶσιν ἀντὶ τὰ ἐναντία.
Greek Monolingual
Α
(στους αττ. συγγραφείς) κράση αντί τὰ ἐναντία.
Greek Monotonic
τἀναντία: κράση αντί τὰ ἐναντία.
English (Woodhouse)
(see also: ἐναντίος) the contrary, the opposite