ἀργυρόπεζα

Revision as of 19:48, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ἡ,

   A silver-footed (or -sandalled), epith. of Thetis, Il.1.538, al.; of Aphrodite, Pi.P.9.9, cf. Orph.Fr. 275; of Artemis, Nonn.D.34.47:—hence Adj. ἀργῠρό-πεζος, ον, AP5.59 (Rufin.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρόπεζα: ἡ, ἀργυροῦς ἔχουσα πόδας, σύνηθες ἐπίθετον τῆς Θέτιδος, ἀργυρόπεζα Θέτις, «λαμπρόπους, ἀπὸ μέρους ὅλη καλή, πέζα γὰρ ὁ ποὺς» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 538· προσέτι τῆς Ἀφροδίτης, ὑπέδεκτο δ’ ἀργυρόπεζ’ Ἀφροδίτα Πινδ. ΙΙ. 9. 16: - ἐντεῦθεν, παρὰ μεταγ. ἐσχηματίσθη ἐπίθετον, ἀργυρόπεζος, ον, Ἀνθ. 5. 60.

French (Bailly abrégé)

ας;
adj. f;
c.
ἀργυρόπους.