ἀργυρόπεζα
Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
English (LSJ)
ἡ, silver-footed (or silver-sandalled), epithet of Thetis, Il.1.538, al.; of Aphrodite, Pi.P.9.9, cf. Orph.Fr. 275; of Artemis, Nonn.D.34.47:—hence Adj. ἀργυρόπεζος, ον, AP5.59 (Rufin.).
Spanish (DGE)
(ἀργῠρόπεζα) -ης, ἡ
de pies plateados epít. de Tetis Il.1.538, 9.410, Hes.Th.1006, de Afrodita, Pi.P.9.9, cf. Orph.Fr.275, de Ártemis, Nonn.D.34.47, de una Náyade, Nonn.D.32.291, cf. Hsch.
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f;
c. ἀργυρόπους.
German (Pape)
ἡ, silberfüßig, d.i. mit schönen, weißen Füßen, Epitheton der Thetis bei Hom., accus. Θέτιν ἀργυρόπεζαν Versende Il. 16.574, nomin. Θέτις ἀργυρόπεζα Versende Il. 9.410, 16.222, 18.127, 146, 369, 381, 19.28, 24.89, 120, ἀργυρόπεζα Θέτις Versanfang Il. 1.538, 556, Od. 24.92; – sp.D.; – Aphrodite Pind. P. 9.9; Artemis Nonn. 34.47.
Russian (Dvoretsky)
ἀργῠρόπεζα: adj. f среброногая, т. е. с белоснежными ногами (эпитет Фетиды Hom., HH; эпитет Афродиты Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠρόπεζα: ἡ, ἀργυροῦς ἔχουσα πόδας, σύνηθες ἐπίθετον τῆς Θέτιδος, ἀργυρόπεζα Θέτις, «λαμπρόπους, ἀπὸ μέρους ὅλη καλή, πέζα γὰρ ὁ ποὺς» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 538· προσέτι τῆς Ἀφροδίτης, ὑπέδεκτο δ’ ἀργυρόπεζ’ Ἀφροδίτα Πινδ. ΙΙ. 9. 16: - ἐντεῦθεν, παρὰ μεταγ. ἐσχηματίσθη ἐπίθετον, ἀργυρόπεζος, ον, Ἀνθ. 5. 60.
English (Autenrieth)
silvery-footed; epithet of Thetis, a Nereid fresh from the seawaves. (Il., and Od. 24.92.)
English (Slater)
ἀργῠρόπεζα silver footed ὑπέδεκτο δ' ἀργυρόπεζ Ἀφροδίτα (P. 9.9)
Greek Monolingual
ἀργυρόπεζα, η (Α) (επίθ. θεών)
αυτή που έχει αργυρά πόδια ή σανδάλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + πέζα, δωρ. κ. αρκαδ. τ. αντί πους «πόδι»].