ἀποτροπή
English (LSJ)
ἡ,
A turningaway, averting, A.Pers.217; ἄλλοσ' ἀποτροπὰ κακῶν γένοιτο, i.e. ἄλλοσε ἀποτρέποιτο κακά, E.Hel.360; λυπῶν ἀπαλλαγάς τε καὶ ἀποτροπάς Pl.Prt.354b; τεράτων ἀ., Lat. procuratio, Plu.Fab.18. 2 diverting, of water, Pl.Lg.845d. 3 prevention, Th.3.45; ἀποτροπῆς ἕνεκα κολάζειν Pl.Prt.324b, cf.R.382c. 4 dissuasion, Id.Thg. 128d; opp. προτροπή, Arist.Rh. 1358b9, Chrysipp.Stoic.3.3. II (from Med.) desertion of one's party, 'ratting', Th.3.82.
German (Pape)
[Seite 332] ἡ, 1) die Abwendung, Aesch. Pers. 213; καὶ ἀπαλλαγαί Plat. Prot. 354 b; καὶ κλοπαί Legg. VIII, 845 d; ἀποτροπῆς ἕνεκα κολάζειν, zum abschreckenden Beispiel, Prot. 324 b; Heilmittel, νόσου Philo. – 2) Abrathen, Thuc. 3, 45; Ggstz προτροπή Arist. rhet. 1, 3; Plat. Theag. 128 d, u. öfter bei Rednern. – 3) das Ausweichen, die Scheu, Thuc. 3, 82.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτροπή: ἡ, τὸ ἀποτρέπειν, ἡ ἀπομάκρυνσις, ἀπόκρουσις, ἀποσόβησις, κακῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 217. ἄλλοσ᾿ ἀποτροπὰ κακῶν γένοιτο, ὅ ἐ. ἄλλοσε ἀποτρέποιτο κακὰ Εὐρ. Ἑλ. 360· λυπῶν ἀπαλλαγάς τε καὶ ἀποτροπὰς Πλάτ. Πρωτ. 354Β· τεράτων ἀπ., τὸ Λατ. procuratio, Πλουτ. Φάβ. 18. 2) τὸ τρέπειν πρὸς ἄλλην διεύθυνσιν τὴν ῥοὴν τοῦ ὕδατος, Πλάτ. Νόμ. 845D. 3) τρόπος πρὸς ἀποτροπήν, πρὸς παρακώλυσιν, Θουκ. 3. 45· ἀποτροπῆς ἕνεκα κολάζειν Πλάτ. Πρωτ. 324Β, πρβλ. Πολ. 382C. 4) μετάπεισις, Πλάτ. Θεαγ. 128D· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ προτροπὴ Ἀριστ. Ρητ. 1. 3, 3. ΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ.) ἀπομάκρυνσις ἀπὸ τινος ἔργου, ἐγκατάλειψις αὐτοῦ, Θουκ. 3. 82.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
action de détourner, d’écarter (un malheur, un danger, etc.) ; en gén. action d’écarter, d’empêcher, de prévenir.
Étymologie: ἀποτρέπω.