ἀποσκηνόω

Revision as of 19:49, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

   A keep apart from, τὰ ὦτα τῶν Μονσῶν Plu.2.334b: also intr. in Act., μακρὰν ἀ. τῶν ἰδίων Id.2.627a, cf. Eum.15, Demetr.9.    2 remove one's habitation, LXX Ge.13.18.

German (Pape)

[Seite 324] 1) entfernt sein Zelt aufschlagen, lagern, πόῤῥω ἀπεσκήνουν τῶν Ἑλλήνων Xen. An. 3, 4, 35; ἀπεσκήνωσε χωρίς Plut. Demetr. 9; μὴ ἀποσκήνου τῶν ἰδίων (wo man ἀποσκηνοῦ ändern will) Symp. 1, 9, 1; übertr., entfernt halten, ἀπεσκηνώκει τὰ ὦτα τῶν μουσῶν Alex. fort. 2, 1. – 2) aus dem Lager aufbrechen, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκηνόω: ἔχω ἢ τηρῶ τι μακράν τινος, ἀπεσκηνώκει μακρὰν τὰ ὦτα τῶν μουσῶν Πλούτ. 2. 334Β: ― Παθ., = ἀποσκηνέω, ὁ αὐτ. 2. 627Α· ἀλλ. ὡσαύτως, ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ὁ αὐτ. Εὐμ. 15, Δημήτρ. 9· (ἴδε ἀποσκηνέω). 2) μεταφέρω τὴν κατοικίαν μου, ἀλλάσσω κατοικίαν, Ἑβδ. (Γεν. ιγ΄, 18).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
vivre à part, fig. être étranger à, gén..
Étymologie: ἀπόσκηνος.