ἀρίδακρυς

Revision as of 19:49, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

υ, gen. υος,

   A very tearful, γόος A.Pers.947 (lyr.); of persons, Arist.HA608b9, Pr. 953b11: prov., ἀριδάκρυες ἀνέρες ἐσθλοί Sch. Ven.Il.1.349; but in bad sense, Ph.2.269.

German (Pape)

[Seite 350] υος, dasselbe, γόος Aesch. Pers. 910; ἀγαθοὶ δ' ἀριδάκρυες ἄνδρες Zen. 1, 14. Vgl. Schol. Il. 19, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρίδακρῠς: υ, γεν. -υος, ὁ πολύδακρυς γόος Αἰσχύλ. Πέρς. 947˙ ἐπὶ προσ., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 1. 1, πρβλ. 30. 1, 7˙ παροιμ. , ἀριδάκρυες ἀνέρες ἐσθλοὶ Σχόλ. Ἐν. εἰς Ἰλ. Α. 349.

French (Bailly abrégé)

υς, υ;
accompagné de larmes abondantes.
Étymologie: ἀρι-, δάκρυ.