ον,
A silver-studded, ξίφος Il.2.45; θρόνος Od.7.162, etc.
ἀργῠρόηλος: -ον, ὁ ἀργυροῖς ἥλοις διαπεπαρμένος, ξίφος ἀργρυλόηλον Ἰλ. Β. 45· θρόνος Ὀδ. Η. 162, κτλ.
ος, ον :garni de clous d’argent.Étymologie: ἄργυρος, ἦλος.