αὔλημα
English (LSJ)
ατος, τό,
A piece of music for the flute, Ar.Ra.1302, Pl.Smp. 216c, al.
German (Pape)
[Seite 393] τό, das auf der Flöte Geblasene, Plat. Conv. 216 c u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
αὔλημα: τό, τὸ αὐλούμενον, ὁ αὐλούμενος ῥυθμός, Ἀριστοφ. Βάτρ.1302· καὶ ὑπὸ μὲν δή τῶν αὐλημάτων καί ἐγώ καί ἄλλοι πολλοί τοιαῦτα πεπόνθασιν ὑπό τοῦδε τοῦ σατύρου Πλάτ. Συμπ. 216 C, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
air de flûte.
Étymologie: αὐλέω.