αὐλέω

From LSJ

Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso

Menander, Monostichoi, 308
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐλέω Medium diacritics: αὐλέω Low diacritics: αυλέω Capitals: ΑΥΛΕΩ
Transliteration A: auléō Transliteration B: auleō Transliteration C: avleo Beta Code: au)le/w

English (LSJ)

Boeot. part.
A αὐλίων IG7.3211,3212 (Orchom. Boeot.): (αὐλός):—play on the flute, Φρύγιον αὔλησεν μέλος Alcm.82, cf. Hdt. 1.141, 2.60, Pl.Prt. 327a: c. dat. pers., X.Smp.2.8, etc.; αὐλέω ἔξοδον play a finale, Ar.V.582; αὐλέω εἰρεσίαν, of the boatswain, Plu.Alc. 2:—Pass., of tunes, to be played on the flute, ὁ Βακχεῖος ῥυθμὸς ηὐλεῖτο X. Smp.9.3; αὐλεῖται πᾶν μέλαθρον = is filled with music, E.IT367.
2 of persons, play to, Philostr.VA2.34, cf. A.D.Synt.302.1:—mostly in Pass., to be played to, hear music, X.An.6.1.11, Cyr.4.5.7, Arist. Pr.917b19 (but possibly Med. as in Pl.Lg.791a), Thphr. Char.19.10, 20.10.
II generally, play, κέρατι Luc.DDeor.12.1, cf. Poll.4.74.

Spanish (DGE)

• Morfología: [beoc. part. αὐλίων IG 7.3211 (Orcómeno)]
I abs. tocar la flauta αὔλει σὺ θᾶττον Ar.Th.1186, (Χαιρίς) πρόσεισιν αὐλήσων ἄκλητος Ar.Pax 952, οἱ δὲ αὐλέουσι κατὰ πάντα τὸν πλόον Hdt.2.60, cf. 1.141, ἐδίδασκε ... τὸν μὴ καλῶς αὐλοῦντα Pl.Prt.327a, τῷ ἐπισταμένῳ ἀξίως λόγου αὐλεῖν X.Oec.1.10, αὐλεῖν ἐκέλευσεν Plb.30.22.5, cf. IG l.c.
c. ac. de pers. tocar la flauta para σὲ αὐλοῦσιν Philostr.VA 2.34, αὐλεῖ μὲν τοῦτον, αὐλητὴς δὲ τούτου A.D.Synt.302.1, αὐλῆσαί με SB 7557.5 (II d.C.)
c. gen. tocar la flauta en honor de Πανός Men.Dysc.432
c. ac. int. tocar con la flauta Φρύγιον μέλος Alcm.126, αὐλῆσαι ἐμμέλειαν Hdt.6.129, ἄν Σκύλλαν αὐλῶσιν Arist.Po.1461b32, αὐλεῖν εἰρεσίαν marcar con la flauta el ritmo de los remeros Duris 70, αὐλεῖν τὸ Καστόρειον μέλος Plu.Lyc.22
c. dat. de pers. acompañar con la flauta el canto o danza de ηὔλει αὐτῇ ἡ ἑτέρα X.Smp.2.8, τις χορηγὸς ηὔλησε τῷ χορῷ Arist.Pol.1341a33, τῷ χορῷ τῶν γυναικῶν IG 11(2).161A.85 (Delos III a.C.), cf. Theoc.7.71
c. ac. int. y dat. de pers. τοῖσι δικασταῖς ἔξοδον ηὔλησ' ἀπιοῦσι acompañó la salida de los jueces tocando la flauta Ar.V.582, Ἀλεξάνδρῳ ... αὐλῆσαι ... οὐ μαλακὸν αὔλημα D.Chr.1.1
en v. pas. ηὐλεῖτο ὁ βακχεῖος ῥυθμός X.Symp.9.3, ἕκαστα τῶν αὐλουμένων μεταβάλλει κατὰ τὰς αἰτίας ἀφ' ὧν αὐλεῖται Aristox.Harm.27.2, cf. 54.4
escuchar música de flauta ὅπως πάντες ὑπ' αὐτῆς αὐλώμεθα para que todos escuchemos la música que ella toca con la flauta Thphr.Char.20.10, cf. 19.10, Μῆδοι καὶ ἔπινον ... καὶ ηὐλοῦντο X.Cyr.4.5.7, ᾖσαν ... αὐλούμενοι X.An.6.1.11, οἱ πονοῦντες καὶ οἱ ἀπολαύοντες αὐλοῦνται Arist.Pr.917b19, cf. Pl.Lg.791a
llenarse de música de flauta, hacer resonar con la música de flauta αὐλεῖται πᾶν μέλαθρον toda la mansión resuena al toque de la flauta E.IT 367.
II c. suj. o compl. que indica el instrumento
1 de una flauta sonar, producir sonidos (αὐλοί) βαρύτερον αὐλοῦσιν Arist.GA 788a22, αὐλοῦσι δὲ οἱ κάλαμοι (τῆς σύριγγος) ... ὥσπερ αὐλὸς εἷς Ach.Tat.8.6.3, ὅσα δὲ ὁ τῆς Ἀθηνᾶς αὐλὸς ... λαλεῖ, τοσαῦτα καὶ ὁ τοῦ Πανὸς ... αὐλεῖ Ach.Tat.8.6.6.
2 hacer sonar, tocar un instrumento de viento c. dat. τῷ κέρατι Luc.DDeor.20.1, cf. Poll.4.67, 74, 76.

French (Bailly abrégé)

αὐλῶ :
f. αὐλήσω, ao. ηὔλησα, pf. inus.
Pass. seul. prés. et impf. ηὐλούμην;
1 jouer de la flûte ; avec un acc. jouer sur la flûte ; Pass. retentir du son de la flûte;
2 souffler comme dans une flûte : αὐλεῖν κέρασι XÉN donner un signal en jouant de la corne;
Moy. αὐλέομαι, αὐλοῦμαι se faire jouer de la flûte.
Étymologie: αὐλός.

German (Pape)

die Flöte blasen, Plat. Prot. 327a und öfter, wie Folgde; κέρασι Xen. An. 7.3.32; ἔξοδον, zum Abmarsch, Ar. Vesp. 582. – Med., sich auf der Flöte vorspielen lassen, sich am Flötenspiel ergötzen, Plat. Legg. VII. 791a; Xen. Cyr. 4.5.7. – Pass., ὁ Βάκχιος ῥυθμὸς ηὐλεῖτο Xen. Symp. 9.3; αὐλεῖται πᾶν μέλαθρον, wird mit Flötenton erfüllt, Eur. I.T. 367.

Russian (Dvoretsky)

αὐλέω:
1 играть на свирели, флейте Her., Xen., Plat.: αὐ. τι Her., Arph., Plat., Arst. наигрывать что-л. на свирели; αὐ. εἰρεσίαν τοῖς ἐλαύνουσι Plut. играть в такт гребцам; med. слушать игру на свирели (οἱ Μῆδοι εὐωχοῦντο καὶ ηὐλοῦντο Xen.);
2 pass. (об игре на свирели) раздаваться, звучать (ηὐλεῖτο ὁ Βακχεῖος ῥυθμός Xen.);
3 трубить, играть (κέρασι Xen. и κέρατι Luc.);
4 pass. оглашаться игрой на свирели (αὐλεῖται πᾶν μέλαθρον Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐλέω: μέλλ. -ήσω: Βοιωτ. μετοχ. αὐλίων Συλλ. Ἐπιγρ. 1579-80: (αὐλός): - παίζω τὸν αὐλόν, πρῶτον παρὰ Ἀλκμᾶνι 71, Ἡρόδ. 1. 141., 2. 60, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 327Α· μετὰ δοτ. προσ., Ξεν. Συμπ. 2, 8, κτλ.· αὐλεῖν ἔξοδον, δηλ. τὸ τελευταῖον αὔλημα, Ἀριστοφ. Σφ. 582. ΙΙ. Παθ. ἐπὶ ῥυθμῶν, ὁ Βάκχειος ῥυθμός ηὐλεῖτο Ξεν. Συμπ. 9,3· ἀλλά, αὐλεῖται πᾶν μέλαθρον, ὅλοςοἶκος ἀντηχεῖ ἐκ τῶν αὐλημάτων, Εὐρ. Ι. Τ. 367. 2) ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως ἐπὶ προσώπ. ἐπί δὲ τούτῳ ἐπιόντες οἱ Μαντινεῖς καὶ ἄλλοι τινές τῶν Ἀρκάδων ἀναστάντες… ᾔεσάν τε ἐν ῥυθμῷ πρὸς τὸν ἐνόπλιον ῥυθμόν αὐλούμενοι, καὶ ἐπαιώνισαν Ξεν. Ἀν. 6. 1, 11· οἱ δὲ Μῆδοι καί ἔπινον καί εὐωχοῦντο καί ηὐλοῦντο καί πάσης εὐθυμίας ἐνεπίμπλαντο ὁ αὐτ. Κυρ. 4. 5, 7, Ἀριστ. Προβλ. 19. 1· ἴσως εἶναι μέσ. ἐν Πλάτ. Νόμ. 791Α, πρβλ. ψάλλω 2.

English (Strong)

from αὐλός; to play the flute: pipe.

English (Thayer)

ἀύλω: 1st aorist ηὔλησα; (present passive participle τό αὐλούμενον); (αὐλός); to play on the flute, to pipe: Alcman, Herodotus) Xenophon, and Plato down.)

Greek Monotonic

αὐλέω: μέλ. -ήσω (αὐλός
I. παίζω τον αυλό, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.· αὐλέω ἔξοδον, παίζω το τελευταίο αύλημα, σε Αριστοφ.
II. 1. Παθ., λέγεται για τους ρυθμούς, αυτός που παίζεται από τον αυλό, σε Ξεν.· αλλά, αὐλεῖται μέλαθρον, αντηχεί παντού με μουσική, σε Ευρ.
2. στη Παθ. επίσης, λέγεται για πρόσωπα, αυλούμαι, ακούω μουσική, σε Ξεν.

Middle Liddell

αὐλός
I. to play on the flute, Hdt., Plat., etc.; αὐλ. ἔξοδον to play a finale, Ar.
II. Pass., of tunes, to be played on the flute, Xen.; but, αὐλεῖται μέλαθρον is filled with music, Eur.
2. in Pass. also of persons, to be played to, hear music, Xen.

Chinese

原文音譯:aÙlšw 凹累哦
詞類次數:動詞(3)
原文字根:哨笛
字義溯源:吹笛,吹,吹奏樂器;源自(αὐλός)=笛);而 (αὐλός)出自(ἀήρ)=空氣), (ἀήρ)出自(Ἄζωτος)X*=吹,呼吸)
出現次數:總共(3);太(1);路(1);林前(1)
譯字彙編
1) 我們⋯吹笛(2) 太11:17; 路7:32;
2) 所吹的(1) 林前14:7