ἀψίνθιον

Revision as of 19:50, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

τό,

   A wormwood, Artemisia Absinthium, Hp.Morb.3.11, Mul.1.74, X.An. 1.5.1, Thphr.HP1.12.1, Dsc.3.23; ἀψινθίῳ κατέπασας Ἀττικὸν μέλι Men.708:—also ἄψινθος, ἡ, Aret.CD1.13, but ὁ, Apoc.8.11; and ἀψινθία, ἡ, Alex. Trall.1.10.    II ἀψίνθιον, = ἀβρότονον, Ps.-Dsc.3.24.    2 = Artemisia monosperma, Aq.Pr.5.4.    3 ἀ. θαλάσσιον, = σέριφον, Dsc.3.23.

German (Pape)

[Seite 421] τό, Wermuth, Xen. An. 1, 5, 1 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀψίνθιον: τό, τὸ φυτὸν ἡ ἀψινθιά, Ἱππ. 491. 1, 619. 53, Ξεν. Ἀν. 1. 5. 1, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 1. 12., 1, κτλ.· ἀψινθίῳ κατέπασας Ἀττικὸν μέλι Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 160· - ὡσαύτως ἄψινθος, ἡ, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 13, Ν. Διαθ. καὶ ἀψινθία, ἡ, Ρήτορες (Walz) τ. 1. σ. 487: ἀψινθιάζω, εἶμαι πικρὸς ὡς τὸ ἀψίνθιον, Βυζ.· - ἀψινθᾶτον (ἐνν. πρόπομα), τό, Ἀλεξ. Τραλλ. 1. 15·- ἀψινθίζομαι, καθίσταμαι πικρὸς ὡς τὸ ἀψίνθιον, Εὐστ. Πονημάτ. 103. 65·- ἀψίνθινος, η, ον, ἐξ ἀψινθίου παρεσκευασμένος, Ἀλεξ. Τραλλ. 1. 15.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
absinthe, plante.
Étymologie: DELG indigène préhellénique.