πρόπομα

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόπομα Medium diacritics: πρόπομα Low diacritics: πρόπομα Capitals: ΠΡΟΠΟΜΑ
Transliteration A: própoma Transliteration B: propoma Transliteration C: propoma Beta Code: pro/poma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A drink taken before meals, Phylarch.50J., Plu.2.734a, Gal.6.828.
II = ἀκράτισμα, Plu.2.624c.—A form πρόπωμα is cited by Hdn.Gr.2.935, Choerob. in Theod.1.339; cf. προπουματᾶς.

German (Pape)

[Seite 740] τό, Vortrank, Trunk zum Frühstück, Plut. Symp. 1, 6, 3. – Προπόματα hießen bes. alle angemachten Weine, die man gew. zum Frühstück od. vor der Mahlzeit genoß. Bei Ath. IL, 58 b leicht die Eßlust reizende Speisen, welche man vor der Mahlzeit einnahm, gustatio.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 boisson de vin et de miel pour le déjeuner;
2 boisson légère qu'on prenait avant le repas pour exciter l'appétit, apéritif.
Étymologie: προπίνω.

Russian (Dvoretsky)

πρόπομα: ατος τό легкое столовое вино, аперитив Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πρόπομα: τό, ποτὸν πινόμενον πρὸ τοῦ φαγητοῦ, ὀρεκτικόν, Ἀθήν. 58Β κἑξ., 66C κἑξ., Πλούτ. 2. 734Α. ΙΙ. = ἀκράτισμα, Πλούτ. 2. 624C. ― Ὁ τύπος πρόπωμα μνημονεύεται παρ’ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 29, Θεοδόσ. 368.

Greek Monolingual

και πρόπωμα, τὸ, Α προπίνω
1. ποτό που πίνεται πριν από το φαγητό ως ορεκτικό
2. ακράτισμα, πρόγευμα
3. ποτό που πίνεται ως αντίδοτο σε δηλητήριο.