ον,
A largely paid, grasping, AP5.1.
[Seite 434] schweren Lohn nehmend, theuer, Ep. ad. 56 (V, 2).
βᾰρύμισθος: -ον, ὁ βαρέως πληρωνόμενος, ἄπληστος, πλεονέκτης, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 2.
ος, ον :d’un prix lourd.Étymologie: βαρύς, μισθός.