ές,
A heavy-falling, πούς A.Eu.369 (lyr.).
[Seite 434] ποδὸς ἀκμή, schwer fallend, Aesch. Eum. 347.
βᾰρῠπεσής: -ές, ὁ βαρέως πίπτων, πούς Αἰσχ. Εὐμ. 369.
ής, ές :qui tombe lourdement.Étymologie: βαρύς, πίπτω.