ον, gen. ονος,
A savage-minded, A.Supp.833 (lyr.).
[Seite 450] Aesch. Suppl. 813, heldenhaft gesinnt.
βλοσυρόφρων: -ον, ὁ ἔχων βλοσυρόν, ἄγριον φρόνημα, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 833.
ων, ον :à l’âme cruelle.Étymologie: βλοσυρός, φρήν.