βλύω

Revision as of 19:50, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

   A = βλύζω, c. dat., φόνῳ βλύουσαι Lyc.301: c. acc., δέμας οἱ ἔβλυεν ὕδωρ Nonn.D.19.287: c. gen., παρ' ὄρει θερμῶν ὑδάτων βλύοντι OGI199.11. [ῡ between two long syll. in Ep., ἀνα-βλύεσκε A.R. 3.223, cf. 4.1417.]

German (Pape)

[Seite 450] fut. βλύσω (vgl. βρύω), 1) hervorquellen, überströmen, voll sein, κύλιξ λυαίῳ Maced. 2 (XI, 58); αἷμα δι' ἕλκεος Qu. Sm. 1, 242, u. sonst bei Sp. – 2) ausgießen, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

βλύω: βλύζω, μ. δοτ., φόνῳ βλύουσαι Λυκ. 301· μ. αἰτ., ὕδωρ… ἔβλυε πηγὴ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. 2. στίχ. 6· ἀόρ. ἔβλυσε Χρ. Πάσχ. 1087· οὕτω καὶ βλύσσω, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. 7. στίχ. 38· βλυστάνω Ἰωάνν. Χρυσ., κτλ.· πρβλ. βλίττω. [ῡ μεταξὺ δύο μακρῶν συλλαβῶν παρ' Ἐπ., ἀνβλύεσκε Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 223, πρβλ. 4. 1417].

French (Bailly abrégé)

1 sortir en bouillonnant, bouillonner;
2 laisser couler ou faire jaillir en bouillonnant.
Étymologie: DELG étym. inconnue ; à rapprocher pê de all. Quelle -- DELG suppl. : à rapprocher de φλύω.