ή, όν,
A hoarse, βραγχὰ λαρυγγιόων AP11.382.2 (Agath.).
[Seite 460] heiser, Paul. Sil. 48 (XI, 54); Agath. 69 (XI, 382).
βραγχός: -ή, -όν, βραγχνός, Ἀνθ. ΙΙ.11. 382.
ή, όν :rauque, enroué.Étymologie: cf. βράγχος.