βραγχός
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
βραγχή, βραγχόν, hoarse, βραγχὰ λαρυγγιόων AP11.382.2 (Agath.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
ronco neutr. como adv. βραγχὸν τετριγυῖα AP 6.54 (Paul.Sil.), βραγχὰ λαρυγγιόων AP 11.382.2 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 460] heiser, Paul. Sil. 48 (XI, 54); Agath. 69 (XI, 382).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
rauque, enroué.
Étymologie: cf. βράγχος.
Russian (Dvoretsky)
βραγχός: охрипший, хриплый Anth.
Greek (Liddell-Scott)
βραγχός: -ή, -όν, βραγχνός, Ἀνθ. ΙΙ.11. 382.
Greek Monolingual
βραγχός, -ή, -όν (Α) βράγχος
βραχνός, βραχνιασμένος.
Greek Monotonic
βραγχός: -ή, -όν (βλ. το προηγ. βράγχος), βραχνός, βραχνιασμένος, σε Ανθ. (πιθ. ηχομιμ. λέξη).
Middle Liddell
[Prob. formed from the sound.]
hoarse, Anth.