γάποτος

Revision as of 19:50, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

[ᾱ], ον,

   A to be drunk up by Earth, γ. χύσις, γ. χοαί, γ. τιμαί, of libations, A.Ch.97,164, Pers.621.

German (Pape)

[Seite 474] dor. = γηπετής u. s. w.

Greek (Liddell-Scott)

γάποτος: ον [ᾱ], ὃν δύναται νὰ καταπἰῃ ἡ γῆ, γ. χύσις, γ. τιμαί, ἐπὶ σπονδῶν, Αἰσχύλ. Χο. 97, 163, Πέρσ. 621· πρβλ. γάπεδον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dor.
qui doit être bu par la terre (liquide, libation, etc.).
Étymologie: γῆ, πίνω.