δαιμονίζομαι

Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

Med.,

   A = δαιμονάω, ἄλλος κατ' ἄλλην δαιμονίζεται τύχην each one hath his own fate appointed, Philem.191.    II as Pass., to be deified, S.Fr.173 (so expld. by AB90; Act. in Hsch.).    III to be possessed by a demon or evil spirit, Ev.Matt.4.24, al., Plu.2.706d.

German (Pape)

[Seite 514] pass. = δαιμονάω, ἄλλος κατ' ἄλλην δαιμονίζεται τύχην, jeder ist auf seine Art vom Götterwillen abhängig, Philem. bei Stob. ecl. phys. 1 p. 196; – von einem bösen Geist besessen werden, N. T. Vgl. Plut. Symp. 7, 5, 4. – Vergöttert werden, Soph. frg. 180.

Greek (Liddell-Scott)

δαιμονίζομαι: μέσ. = δαιμονάω, ἄλλος κατ’ ἄλλην δαιμονίζεται τύχην, ἕκαστος ἔχει τὴν ὡρισμένην αὐτῷ ὑπὸ τοῦ δαίμονος τύχην, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 98. ΙΙ. ὡς παθ., θεοποιοῦμαι, Σοφ. Ἀποσπ. 180. ΙΙΙ. κατέχομαι ὑπὸ δαίμονος, ἤτοι πονηροῦ πνεύματος, Εὐαγγ. κ. Μᾶρκ. ε΄, 2, κτλ.· πρβλ. Πλούτ. 2. 706D· ἡ ἐπιληψία ἐκαλεῖτο ἱερὴ νόσος (ὥς τινες ἐνόμισαν), διότι εἶχεν ὡς αἰτίαν «τὴν εἴσοδον δαίμονος εἰς τὸν ἄνθρωπον» Ἀρετ. π. Δίτ. Χρον. Παθ. 1. 4.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et part. pf.
être possédé du démon.
Étymologie: δαίμων.