εως, ἡ,
A fright, faintheartedness, Plu.Fab.17.
[Seite 537] ἡ, Furchtsamkeit, Verzagtheit, Plut. Fab. 17.
δειλίασις: -εως, ἡ, τρόμος, φόβος, ἔκλειψις τοῦ θάρρους, ἀνανδρία, Πλούτ. Φαβ. 17.
εως (ἡ) :frayeur.Étymologie: δειλιάω.