δειλίασις
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
-εως, ἡ, fright, faintheartedness, Plu.Fab.17.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
miedo, pusilanimidad μέλλησις ... καὶ δ. Plu.Fab.17, cf. Sch.Er.Il.10.10b.
German (Pape)
[Seite 537] ἡ, Furchtsamkeit, Verzagtheit, Plut. Fab. 17.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
frayeur.
Étymologie: δειλιάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δειλίασις -εως, ἡ [δειλιάω] lafhartigheid.
Russian (Dvoretsky)
δειλίᾱσις: εως ἡ Plut. = δειλίη.
Greek Monotonic
δειλίᾱσις: -εως, ἡ, τρόμος, λιποψυχία, έλλειψη θάρρους, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
δειλίασις: -εως, ἡ, τρόμος, φόβος, ἔκλειψις τοῦ θάρρους, ἀνανδρία, Πλούτ. Φαβ. 17.