ἔκλειψις
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
English (LSJ)
-εως, ἡ, (ἐκλείπω)
A abandonment, νεῶν, πολίων, Hdt.6.25, 7.37; τῆς πατρίδος D.C.41.13.
II (from intr.) of Sun or Moon, eclipse, ἡλίου ἐκλείψεις Th.1.23, cf. Arist.Metaph.1044b10, etc.; ἔκλειψις τελεία = total eclipse, ἔκλειψις μερική = partial eclipse, Cleom.2.6; εἰλικρινής ib.5: metaph. (with play on I), βασιλέως Plb.29.16.1, cf. Plu.Aem.17.
2 failing, cessation, τῶν δυνάμεων Id.2.433f (pl.), cf.Aret.SD1.7; extinction of a race, Str.9.5.12.
3 defect, omission, Id.5.3.7.
4 in Law, failing to appear in court, AB259.
5 ἔκλειψις χορίου = retention of the afterbirth, Paul.Aeg.6.75.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Grafía: graf. ἐγλ- Phld.Cont.fr.107.14, Sch.Od. en POxy.3710.2.41, v. tb. ἔλλειψις
I 1deserción, defección c. gen. subjet. νεῶν Hdt.6.25, τῆς πατρίδος D.C.41.13.4.
2 marcha, partida μέχρι ἐκλείψεως τῶν λουομένων hasta que los bañistas se hayan ido (del gimnasio) PLond.1166.6 (I d.C.).
3 defecto, fallo en la fortificación de Roma, Str.5.3.7.
II usos téc., cien.
1 astr. eclipse ἡλίου Th.1.23, X.HG 2.3.4, Plu.2.931d, D.C.78.30.1, τῆς σελήνης Arist.Cael.293b23, Plb.5.78.1, Ph.2.344, Luc.VH 1.19, D.C.Epit.9.23.5, como fenómeno gener. ἀνατολαὶ καὶ δύσεις, ἐκλείψεις Pl.Ax.370b, φορὰ καὶ τροπὴ καὶ ἔ. Epicur.Ep.[2] 76.8, cf. [3] 96.3, Thphr.Sign.5, ἐκλείψεις μηνοειδεῖς eclipses parciales en forma de lúnula Arist.Cael.291b22, μερική Cleom.2.6.52, τελεία Cleom.2.3.73, εἰλικρινής Cleom.2.5.3, acompañado de seismo y otros fenómenos naturales, Arist.Mete.367b20, Philostr.VA 4.43, Origenes Comm.Ser.134 in Mt.
•opiniones sobre sus causas: antes llamadas καθαιρέσεις Democr.B 161, cf. (en rel. c. Tales), Sch.Od. en POxy.3710.2.41, τί αἴτιον ἐκλείψεως ...; ¿cuál es la causa del eclipse? Arist.Metaph.1044b10, cf. Varro Sat.Men.231, Plin.HN 1.2.72, Gem.10.3, Plot.6.7.2.
2 pérdida, extinción, del agua desecación, estiaje τοῦ ὑγροῦ como motivo de la formación de rocas, Arist.Pr.937a13, τοῦ θερμοῦ ὕδατος Demetrius Scepsius 48, λιμνῶν καὶ ποταμῶν Plu.2.433f
•fisiol. fallo, pérdida τῶν δυνάμεων Plu.2.433f, κινήσιος ἢ ἁφῆς para definir la parálisis, Aret.SD 1.7.1.
3 medic. no presentación, no aparición, ausencia de las secundinas tras el alumbramiento περὶ χορίου ἐκλείψεως Paul.Aeg.6.75 tít.
4 jur. desistimiento al examen de la condición o no de ciudadano por incomparecencia ante el demo AB 259.21.
III fig. eclipse, desaparición, extinción como anunciada por un eclipse, c. gen. subjet. πολίων Hdt.7.37, (τῆς σελήνης ἐκλειπούσης) ... βασιλέως ἔκλειψιν σημαίνει Plb.29.16.1, cf. Plu.Aem.17, ἐκείνη τῆς φύσεως ἔ. de los seres vivos en gener., Thphr.CP 5.11.1, cf. 6.7.7, αὐτοῦ Idom.33, μετὰ τὴν ἔγλειψιν τῶν Ἐπικούρου διακηκοότων ἁπάντων tras la desaparición de todos los discípulos de Epicuro Phld.Cont.107.15, de pueblos, Str.9.5.12, LXX Pr.14.28, De.28.48, τῆς δόξης Ἰακώβ LXX Is.17.4.
German (Pape)
[Seite 767] ἡ, 1) das Verlassen, im Stich lassen; τῶν νεῶν Her. 6, 25; Sp. – 2) Gew. Intr. – a) in der att. Gerichtssprache, das Ausbleiben in einem Termin, nicht vor Gericht Erscheinen, bes. im Processe ξενίας, B. A. 239. – b) das Ausbleiben, Verschwinden; λιμνῶν καὶ ποταμῶν Plut. def. or. 43; πολίων, Untergang, Her. 7, 37; τοῦ βασιλέως Pol. 29, 6; bes. ἡλίου, σελήνης, Sonnen- und Mondfinsterniß, Thuc. 1, 23 Xen. Hell. 2, 3, 4 Arist. Meteorl. 2, 8 u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
I. abandon, désertion;
II. 1 disparition;
2 éclipse.
Étymologie: ἐκλείπω.
Russian (Dvoretsky)
ἔκλειψις: εως ἡ
1 оставление, уход: διὰ τὴν ἔκλειψιν τῶν νεῶν τὴν ἐν τῇ ναυμαχίῃ Her. вследствие того, что корабли уклонились от участия в морском бою;
2 недостаток, отсутствие (αἰσθήσεως Arst.);
3 исчезновение (τῶν πολίων Her.; λιμνῶν καὶ ποταμῶν Plut.);
4 затмение (ἡλίου Thuc., Xen., Arst., Plut.; σελήνης Arst., Polyb., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔκλειψις: -εως, ἡ, (ἐκλείπω) ἐγκατάλειψις, τῶν νεῶν Ἡρόδ. 6. 25. ΙΙ. (ἐκ τοῦ ἀμεταβάτ.) ἐπὶ τοῦ ἡλίου καὶ τῆς σελήνης, ἔκλειψις, ἡλίου ἐκλείψεις Θουκ. 1. 23· αἱ ἐκλ. τῆς σελήνης Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 28· μεταφ., ἔκλ. τῶν πολίων Ἡρόδ. 7. 37· τοῦ βασιλέως Πολύβ. 29. 6, 8. 2) παῦσις, ἔλλειψις, τῶν δυνάμεων Πλούτ. 2. 433F, πρβλ. Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 7· ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, ἡ παράλειψις εἰς τὸ νὰ παρουσιασθῇ τις εἰς τὸ δικαστήριον, «ὅταν ἐγκαλῆταί τις, ἐγγεγραμμένος εἰς τὸ ληξιαρχικὸν γραμματεῖον, ὡς μὴ ὢν ἀστὸς, καὶ μὴ ἀπαντᾷ ἐν ταῖς διαψηφίσεσι τῶν δήμων πρὸς τὴν κρίσιν, ἀλλ’ ἐκλείπῃ τὴν περὶ αὐτοῦ διάγνωσιν, ἔκλειψις καλεῖται» Α. Β. 259, 21.
Greek Monotonic
ἔκλειψις: -εως, ἡ,
I. εγκατάλειψη, παράδοση, τῶν νεῶν, σε Ηρόδ.
II. (από το αμτβ.), λέγεται για τον ήλιο ή τη σελήνη, έκλειψη, συσκότιση, εξαφάνιση, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἔκλειψις, εως
I. abandonment, τῶν νεῶν Hdt.
II. (from intr.) of sun or moon, an eclipse, Thuc.
Mantoulidis Etymological
(=ἐξαφάνιση). Ἀπό τό ἐκλείπω (ἐκ + λείπω). Γιά περισσότερα παράγωγα δές στό ρῆμα λείπω.