ον,
A bushy-tailed, ἀλώπηξ Theoc.5.112.
[Seite 524] ἀλώπηξ, rauchschwänzig, Theocr. 5, 112.
δᾰσύκερκος: -ον, ὁ ἔχων δασεῖαν ἢ πυκνότριχα τὴν οὐράν, ἀλώπηξ Θεόκρ. 112.
ος, ον :à la queue velue.Étymologie: δασύς, κέρκος.