δασύκερκος

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰσῠκερκος Medium diacritics: δασύκερκος Low diacritics: δασύκερκος Capitals: ΔΑΣΥΚΕΡΚΟΣ
Transliteration A: dasýkerkos Transliteration B: dasykerkos Transliteration C: dasykerkos Beta Code: dasu/kerkos

English (LSJ)

δασύκερκον, bushy-tailed, ἀλώπηξ Theoc.5.112.

Spanish (DGE)

(δᾰσύκερκος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
de cola peluda ἀλώπεκες Theoc.5.112, glos. a θυσάνουρος Hsch.

German (Pape)

[Seite 524] ἀλώπηξ, rauchschwänzig, Theocr. 5, 112.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la queue velue.
Étymologie: δασύς, κέρκος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δασύκερκος -ον [δασύς, κέρκος] met ruige staart.

Russian (Dvoretsky)

δᾰσύκερκος: с мохнатым или пушистым хвостом (ἀλωπηξ Theocr.).

Greek Monolingual

δασύκερκος, -ον (AM)
(για την αλεπού) με φουντωτή ουρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασύς + κέρκος «η ουρά»].

Greek Monotonic

δᾰσύκερκος: -ον, αυτός που έχει φουντωτή ουρά· ἀλώπηξ, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰσύκερκος: -ον, ὁ ἔχων δασεῖαν ἢ πυκνότριχα τὴν οὐράν, ἀλώπηξ Θεόκρ. 112.

Middle Liddell

bushy-tailed, ἀλώπηξ Theocr.