διαπλέω

Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

Ion. δια-πλώω (q.v.),

   A sail through a strait or gap, Th.4.24, Plb.14.10.12; sail across, Μέγαράδε Lys.12.17; εἰς Αἴγιναν Ar.V. 122, etc.: c.acc., δ. τὸ πέλαγος Plu.2.206d, IG14.1976: metaph., δ. βίον sail through life, make life's voyage, Pl.Phd.85d.    2 flow through, pass, τὰ ψαμμία σὺν τοῖσι οὔροισι δ. Aret.SD2.3.

German (Pape)

[Seite 596] (s. πλέω), durch-, überfahren zu Schiffe; διαπλεῦσαι Thuc. 4, 24; Μέγαράδε Lys. 12, 17; τὸν Αἰγαῖον Luc. Hermot. 28; τὰς λίμνας, Hdn. 8, 6, 11; übertr., βίον, das Leben hinbringen, Plat. Phaed. 85 c u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διαπλέω: μέλλ. -πλεύσομαι, πλέω διὰ μέσου, Θουκ. 4. 25· Μέγαράδε Λυσ. 121. 31· εἰς Αἴγιναν Ἀριστοφ. Σφηξ. 122, κτλ.· μετ’ αἰτιατ., δ. τὸ πέλαγος Πλούτ. 2. 206D, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 642. 13· μεταφ., δ. βίον Πλάτ. Φαίδωνι 85D· πρβλ. διαπλέκω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. διέπλευσα;
1 naviguer à travers ; fig. δ. βίον PLAT faire la traversée de la vie;
2 aborder.
Étymologie: πλέω.