[Seite 613] aus einander klaffen, den Mund öffnen; διακεχηνυῖα, Plut. sol. an. 30; διαχανόντες, 23.
διαχαίνω: διαχάσκω, λίαν χαίνω, Πλούτ. 2. 976Β, 980Β.
ao.2 διέχανον, pf. διακέχηνα;s’entrouvrir.Étymologie: διά, χαίνω.