ον,
A with slanting, nodding plume, A.Th.114 (lyr.).
δοχμόλοφος: -ον, ἔχων λόφον λοξὸν ἢ νεύοντα, προσκλίνοντα πλαγίως, Αἰσχύλ. Θήβ. 115.
ος, ον :dont l’aigrette retombe (sur le casque).Étymologie: δοχμός, λόφος.