δοχμόλοφος

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοχμόλοφος Medium diacritics: δοχμόλοφος Low diacritics: δοχμόλοφος Capitals: ΔΟΧΜΟΛΟΦΟΣ
Transliteration A: dochmólophos Transliteration B: dochmolophos Transliteration C: dochmolofos Beta Code: doxmo/lofos

English (LSJ)

δοχμόλοφον, with slanting, nodding plume, A.Th.114 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον
dud. de penacho transversal u ondeante κῦμα ... δοχμολόφων ἀνδρῶν A.Th.111.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont l'aigrette retombe (sur le casque).
Étymologie: δοχμός, λόφος.

German (Pape)

ἄνδρες Aesch. Spt. 109, mit schrägem, sich auf die Seite neigendem Helmbusch, Schol. ἐν γὰρ τῇ κινήσει συμβαίνει πλαγιάζεσθαι τοὺς λόφους. Die v.l. δοχμόλοχος und δοχμόλοχμος sind schlecht.

Russian (Dvoretsky)

δοχμόλοφος: с наклонившимся или качающимся султаном на шлеме (ἄνδρες Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

δοχμόλοφος: -ον, ἔχων λόφον λοξὸν ἢ νεύοντα, προσκλίνοντα πλαγίως, Αἰσχύλ. Θήβ. 115.

Greek Monolingual

δοχμόλοφος, -ον (Α)
αυτός που έχει τον λόφο της περικεφαλαίας γερμένο προς τη μία πλευρά.

Greek Monotonic

δοχμόλοφος: -ον, αυτός που έχει λοφίο κεκλιμένο, κυρτό, γυρτό ή περικεφαλαία με φούντα που πέφτει στα πλάγια, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δοχμό-λοφος, ον adj
with slanting, nodding plume, Aesch.