παράρθρησις

Revision as of 19:52, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A dislocation, Plu.Comp.Cim.Luc.2 ; subluxation, Gal.6.870.

German (Pape)

[Seite 496] die Verrenkung, Plut. Compar. Cim. et Lucull. 2.

Greek (Liddell-Scott)

παράρθρησις: ἡ, ἐξάρθρωσις εἰς τὰ πλάγια, ὥσπερ οἱ τῶν ἰατρῶν δεσμοί, καίπερ εἰς τὰ κατὰ φύσιν ἄγοντες τὰς παραρθρήσεις Πλουτ. Κίμωνος κ. Λουκούλλ. Σύγκρισις 2.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
légère luxation.
Étymologie: παρά, ἄρθρον.