καίπερ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
English (LSJ)
in Hom. always with a word between (exc.
A καί περ πολλὰ παθόντα Od.7.224); but one word in Pi. and Prose, and usually in Trag.
I even, καὶ αὐτοί περ πονεώμεθα Il.10.70.
II although, albeit, usually c. part., καὶ αὐτῇ περ νοεούσῃ 1.577; καὶ ἀχνύμενός περ ἑταίρου 8.125; καὶ πρίν περ θυμῷ μεμαώς 5.135; καὶ κήδεά περ πεπαθυίῃ Od.17.555: so in later Poets, καίπερ ἀχνύμενος Pi.I.8(7).4, cf. N.6.6; καὶ θοῦρός περ ὤν A.Fr.199.2; καίπερ αὐθάδη φρονῶν Id.Pr.907; καίπερ οὐ στέργων ὅμως Id.Th.712; καίπερ οὐ δύσοργος ὤν S.Ph.377: preceded by ὅμως, Pl.R.495d: the part. must freq. be supplied, καὶ θεός περ (ὤν) A.Ag. 1203; γιγνώσκω σαφῶς, καίπερ σκοτεινὸς (ὤν), τήν γε σὴν αὐδὴν ὅμως S.OT 1326; also εἰ μέμονάς γε, καὶ ὀψέ περ (ἐρυόμενος),… ἐρύεσθαι Il.9.247; ἐπιμνησαίμεθα Χάρμης, καὶ πρὸς δαίμονά περ (μαχούμενοι) 17.104; λέγεις ἀληθῆ, καίπερ ἐκ μακροῦ Χρόνου (λέγων) S.OT1141; ἀλλ' ἔστιν ὧν δεῖ, καίπερ οὐ πολλῶν ἄπο, = καίπερ οὐ πολλῶν ὄντων, Id.Ph.647: with finite Verbs only as dub. l., καίπερ ἔχει (leg. καἴπερ) Pi.N.4.36; καίπερ (leg. καίτοι) ἐκεῖνό γε ᾤμην τι εἶναι Pl.Smp.219c.
German (Pape)
[Seite 1296] (vgl. πέρ), obwohl, obgleich; gew. mit dem partic. vrbdn; Hom. ungetrennt nur Od. 7, 224 καίπερ πολλὰ παθόντα; sonst wie auch bei andern Dichtern durch das hervorzuhebende Wort getrennt, τάχα κέν σε καὶ ὀρχηστήν περ ἐόντα ἔγχος ἐμὸν κατέπαυσε, Il. 16, 617. 620 u. öfter; c. partic. auch Pind. N. 6, 6 I. 7, 5; πείθου γυναιξὶ καίπερ οὐ στέργων ὅμως Aesch. Spt. 694; καίπερ οὐ δύσοργος ὤν Soph. Phil. 377; καίπερ τηλικοῦτος ὤν Plat. Prot. 318 b; selten bei einem bloßen adj., wo man ein partic. ergänzen kann, καὶ ἀθάνατός περ Od. 5, 73; Ζεύς, καίπερ αὐθάδης φρενῶν, ἔσται ταπεινός Aesch. Prom. 909; γιγνώσκω σαφῶς, καίπερ σκοτεινός, τήν γε σὴν αὐδὴν ὅμως Soph. O. R. 1326.
French (Bailly abrégé)
adv.
quoique, avec part. : καίπερ πολλὰ παθόντα OD bien qu'ayant beaucoup souffert ; λέγεις ἀληθή, καίπερ ἐκ μακροῦ χρόνου (s.e. λέγων) SOPH tu dis la vérité, bien que ce que tu dis date de loin ; avec tmèse : καὶ ἀχνύμενός περ IL bien qu'affligé.
Étymologie: καί, περ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καίπερ, ep. καί... περ, met ptc. (soms ptc. aan te vullen) hoewel, ook al:. καὶ ἀχνύμενός περ hoe bedroefd ook Il. 8.125; καί περ πολλὰ παθόντα al heb ik veel geleden Od. 7.224; καὶ θεός περ (sc. ὤν) ook al was hij een god Aeschl. Ag. 1203.
Russian (Dvoretsky)
καίπερ: (у Hom. почти всегда in tmesi) хотя, хотя бы (даже): καὶ ἀχνύμενός περ Hom. хотя и удрученный; μητρὶ δ᾽ ἐγὼ παράφημι, καὶ αὐτῇ περ νοεούσῃ Hom. я убеждаю (тебя), мать, хотя и сама ты (все) знаешь; καίπερ ἐκεῖνό γε ᾤμην τι εἶναι Plat. а я-то (досл. хотя я) думал, что это имеет какое-л. значение.
English (Slater)
καίπερ (καί περ fr. 194. 4.) concessive particle.
a c. part. ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι φύσιν ἀθανάτοις, καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν (N. 6.6) τῶ καὶ ἐγώ, καίπερ ἀχνύμενος θυμόν, αἰτέομαι χρυσέαν καλέσαι Μοῖσαν (I. 8.5) καὶ πολυκλείταν περ ἐοῖσαν ὅμως Θήβαν ἔτι μᾶλλον ἐπασκήσει fr. 194. 4. part. supp., δείπνου δὲ λήγοντος γλυκὺ τρωγάλιον καίπερ πεδ' ἄφθονον βοράν (Boeckh: καὶ περι codd.) fr. 124c. [
b c. ind. ἔμπα, καίπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ (καἴπερ coni. Christ) (N. 4.36) ]
English (Strong)
from καί and περ; and indeed, i.e. nevertheless or notwithstanding: and yet, although.
English (Thayer)
(Treg. καί περ in Heb.; from Homer, Odyssey 7,224down), conjunc. (originally even very much, cf. Donaldson § 621; Bäumlein, p. 200f; Krüger, § 56,13, 2; Buttmann, § 144,23; Winer's Grammar, § 45,2at the end), although; it is joined to a participle (in Greek writings sometimes also to an adjective, so that ὤν must be supplied): καίπερ ἐστιν, but since Griesbach καί παρέσται (correctly παρέσται (see in πάρειμι)) has been restored after the best manuscripts
Greek Monolingual
(AM καίπερ)
(σύνδ. εναντ. συν. με μτχ.) αν και, μολονότι, καίτοι (α. «καίπερ χριστιανός, εμίσει... τους ομοθρήσκους του», Παπαδ.
β. «καίπερ αὐθάδη φρονῶν», Αισχ.
γ. «καὶ νέκυός περ ἐόντος»
Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < και (Ι) + βεβαιωτικό μόριο -περ].
Greek Monotonic
καίπερ: αν και, μολονότι, κυρίως με μτχ., καίπερ πολλὰ παθών, σε Ομήρ. Οδ.· συχνά χωριστά το ένα απ' το άλλο, καὶοὐχ ἀγαθόν περ ἐόντα, σε Ομήρ. Ιλ.· καὶ κρατερός περ ἐών, στο ίδ., Τραγ.· μαζί με το ὅμως, καίπερ οὐ στέργων ὅμως, στον ίδ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
καίπερ: ἢ διῃρ. καί περ, ἂν καί· παρ’ Ὁμ. ἀείποτε παρεντίθεται μεταξὺ τοῦ καὶ καὶ τοῦ περ ἑτέρα λέξις (πλὴν ἐν τῷ καί περ πολλὰ παθόντα Ὀδ. Η. 224), ἐνῷ παρὰ Πινδ. ἀείποτε, παρὰ δ’ Ἀττ. ποιηταῖς ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον καὶ παρὰ πεζολόγοις ἀείποτε ἀποτελεῖ μίαν λέξιν: - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ μετοχ., ὡς, καὶ αὐτῇ περ νοεούσῃ Ἰλ. Α. 577· καὶ ἀχνύμενός περ ἑταίρου Θ. 125· καὶ πρίν περ θυμῷ· μεμαὼς Ε. 135· καὶ οὐκ ἀγαθόν περ ἐόντα Ι. 627· καὶ ἰφθίμῳ περ ἐόντι Μ. 410· καὶ πολλά περ ἀθλήσαντι Ο. 30· καὶ κρατερός περ ἐὼν αὐτόθι 195· καὶ ὀρχηστὴν περ ἐόντα Π. 617· καὶ νέκυός περ ἐόντος Ω. 423· καὶ κήδεά περ πεπαθυίῃ Ὀδ. Ρ. 555· οὕτω μετὰ μετοχ. καὶ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, καίπερ ἀχνύμενος Πινδ. Ι. 8. (7). 9, πρβλ. Ν. 6. 10· καὶ θοῦρός περ ὤν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 196. 2. καίπερ αὐθάδη φρονῶν ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 907· καίπερ οὐ στέργων ὅμως ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 712· καίπερ οὐ δύσοργος ὤν Σοφ. Φιλ. 377, κτλ.· - συχνάκις ἡ μετοχὴ ἐξυπακούεται, καὶ αὐτοί περ ὄντες πονεώμεθα Ἰλ. Κ. 70· καὶ θεός περ ὤν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1176· γινώσκω σαφῶς, καίπερ σκοτεινὸς ὤν, τήν γε σὴν αὐδὴν ὅμως Σοφ. Ο. Τ. 1326· ἀλλ’ ὡσαύτως μετά τινος διαφορᾶς, εἰ μέμονάς γε, καὶ ὀψέ περ ἐρυόμενος…, ἐρύεσθαι Ἰλ. Ι. 247· ἐπιμνησαίμεθα χάρμης καὶ πρὸς δαίμονά περ μαχούμενοι Ρ. 104· λέγεις ἀληθῆ, καίπερ ἐκ μακροῦ χρόνου λέγων Σοφ. Ο. Τ. 1141· ἀλλ’ ἔστιν ὧν δεῖ, καίπερ οὐ πολλῶν ἄπο, = καίπερ οὐ πολλῶν ὄντων, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 647· - σπανίως μετὰ ῥήματος, καίπερ ἔχει (Bgk. κεἴπερ) Πινδ. Ν. 4. 58· καίπερ ἐκεῖνό γε ᾤμην τι εἶναι Πλάτ. Συμπ. 219C: - παρ’ Ἀττ. ἐν τῇ κυρίᾳ προτάσει συχνάκις τίθεται τὸ ὅμως, ἴδε Αἰσχύλ. καὶ Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐνίοτε δὲ καὶ προηγεῖται, Stallb. Πλάτ. εἰς Πολ. 495D.
Middle Liddell
although, albeit, mostly with a part., καίπερ πολλὰ παθών Od.; often divided, καὶ οὐκ ἀγαθόν περ ἐόντα Il.; καὶ κρατερός περ ἐών Il.; in Trag., with ὅμως added, καίπερ οὐ στέργων ὅμως Trag., etc.
Chinese
原文音譯:ka⋯per 開-胚而
詞類次數:連詞(5)
原文字根:與-即使
字義溯源:並且,的確,可是,雖,雖然,自然,其實,縱使;由(καί)*=與,並且)與(περ)=多,果然)組成;其中 (περ)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(5);腓(1);來(3);彼後(1)
譯字彙編:
1) 雖然(3) 來7:5; 來12:17; 彼後1:12;
2) 雖(1) 來5:8;
3) 自然(1) 腓3:4
Translations
although
Arabic: رَغْم أَنَّ, مَعَ أَنَّ, وَلَوْ; Armenian: չնայած, թեեւ; Azerbaijani: halbuki, baxmayaraq ki, hərçənd; Bashkir: ҡарамаҫтан; Belarusian: хоць, хаця; Bulgarian: макар че, въпреки че, при все че; Catalan: tot i que, malgrat que, encara que; Chichewa: ngakhale; Chinese Cantonese: 雖然/虽然, 儘管/尽管; Mandarin: 雖然/虽然, 儘管/尽管, 雖說/虽说; Min Nan: 雖然/虽然, 雖罔/虽罔; Cornish: kyn, kynth; Czech: ač, ačkoliv; Danish: selvom, selv om, skønt; Dutch: hoewel, alhoewel, ofschoon; Esperanto: kvankam; Finnish: vaikka, joskin; French: bien que, combien que, encore que, nonobstant que, quoique, tandis que; Galician: inanque, aínda que, maxer, macar, decasí, porén, malia, embora, orasme, decontra, emporiso, noustante; Georgian: მიუხედავად იმისა, რომ; German: obwohl, obschon, obgleich; Greek: αν και; Ancient Greek: καίπερ; Hebrew: למרות ש־, אף על פי ש־; Hindi: अपी, हालाँकि, अगरचे; Hungarian: bár, noha, habár, jóllehet, ámbár; Icelandic: þó að, enda þótt; Ido: quankam; Indonesian: walau, walaupun, meski, meskipun; Interlingua: ben que; Irish: cé go; Italian: sebbene, benché; Japanese: ...のに, ...だけれども; Javanese: senajan, sanadyan, masiya, puluh; Kabuverdianu: enbóra; Khmer: ទោះបីជា, បើទោះបីជា, សូម្បី; Korean: 하지만, 지만; Kurdish Central Kurdish: ئەگەرچی; Latin: quamquam, ut; Macedonian: иако, и покрај тоа; Malay: walau, walaupun, meskipun; Maltese: għalkemm; Manchu: ᠪᡳᠴᡳᠪᡝ; Maori: ahakoa; Navajo: azhą́...ndi; Norwegian Bokmål: selv om, om enn, skjønt; Nynorsk: sjølv om, om enn, endå, jamvel om; Ojibwe: aanawi; Old Norse: þó; Persian: اگرچه, با این که; Polish: choć, chociaż, mimo że, aczkolwiek, lubo, acz; Portuguese: embora, conquanto, apesar de; Romanian: deși, cu toate că; Russian: хотя, несмотря на то, что, хоть и, хоть; Scots: awtho, altho; Serbo-Croatian: iako, premda, mada, makar; Slovak: hoci, aj keď; Slovene: čeprav, četudi; Spanish: aunque, a pesar de; Swahili: ingawa; Swedish: fastän, trots att, ehuru; Talysh: اگمچه; Thai: แม้, ถึงจะ, ทั้งที่, ถึงแม้, ทั้ง ๆ; Turkish: rağmen; Ukrainian: хоча, хоч, не дивлячись на те, що; Urdu: حالان٘کِہ, اَگَرچِہ, اَلبَتَّہ; Vietnamese: dù, mặc dù, dầu; Welsh: er; Yiddish: הגם, כאָטש