ὑπερκαταβαίνω

Revision as of 19:52, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

   A get down over, get quite over, μέγα τεῖχος ὑπερκατέβησαν ὁμίλῳ Il.13.50,87: c. gen., AP9.533.

German (Pape)

[Seite 1197] (s. βαίνω), darüber hinabsteigen, übersteigen, τοὶ μέγα τεῖχος ὑπερκατέβησαν ὁμίλῳ, über die Mauer, Il. 13, 50. 87.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερκαταβαίνω: ὑπερβάλλων τι καταβαίνω, μέγα τεῖχος ὑπερκατέβησαν ὁμίλῳ Ἰλ. Ν. 50, 87· μετὰ γεν., Ἀνθ. Παλατ. 9. 533.

French (Bailly abrégé)

descendre par-dessus, acc..
Étymologie: ὑπέρ, καταβαίνω.