(ἕλκω)
A draw a chariot, AP9.285 (Phil.).
[Seite 645] den Wagen ziehen, Philp. 29 (IX, 285).
διφρουλκέω: (ἕλκω) σύρω ἅρμα, Ἀνθ. Π. 9. 285.
-ῶ :traîner un char.Étymologie: δίφρος, ἕλκω.