διόρθωμα

Revision as of 19:52, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A making straight, setting right, Hp.Art.33 (pl.); instrument or means of setting right, δ. τι ἐντιθέναι εἰς . . ib.37; means of correction, Arist.Pol.1284b20.    II amendment, Plu.Num.17; revision, νόμου PRev.Laws 57.1 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 635] τό, Berichtigung, Verbesserung. Arist. pol. 3. 13; τὸ περὶ τὸν νόμον Plut. Num. 17.

Greek (Liddell-Scott)

διόρθωμα: τό, τὸ διορθοῦσθαι, τακτοποίησις, Ἱππ. Ἄρθρ. 799· ὄργανονμέσον πρὸς διόρθωσιν, δ. τι ἐντιθέναι εἰς…, αὐτόθι 802. ΙΙ. διόρθωσις σφάλματος, τροποποίησις, βελτίωσις, Ἀριστ. Πολ. 3. 13, 23, Πλούτ. Νουμ. 17.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
redressement ; fig. réforme, amélioration.
Étymologie: διορθόω.