διαρρήδην

Revision as of 19:52, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

Adv., (διαρρηθῆναι)

   A expressly, explicitly, h.Merc.313, Plb.3.26.5; esp. of legal enactments or treaties, δ. γέγραπται Foed. ap.And.2.14; δ. εἴρηται μή . . Lys.1.20; ὁ νόμος δ. λέγει Is.3.68; δ. ψηφίσασθαι D.19.6; δ. πέμπειν Pl.Lg.698c; νομοθετεῖν ib.876c.

Greek (Liddell-Scott)

διαρρήδην: ἐπίρρ. (διαρρηθῆναι) ῥητῶς, σαφῶς, ὡρισμένως, Λατ. nominatim, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 313, καὶ παρ’ Ἀττ. πεζ.· ἰδίως ἐπὶ κελευσμάτων τοῦ νόμου, Ἀνδοκ. 25. 20, Λυσ. 94. 31, κτλ.· δ. ψηφίσασθαι Δημ. 342. 29.

French (Bailly abrégé)

adv.
en termes précis.
Étymologie: διά, th. Ϝρη- de ῥῆμα.