δισχίλιοι

Revision as of 19:52, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

[χῑ], αι, α, Aeol. δισχέλιοι Alc.Supp.22.2:—

   A two thousand, Hdt.2.44, Ar.V.660, Pl.Criti,118a, etc.: poet. dat. pl., δισχίλοις ἀνδραπόδοισιν IG12.1085: sg., δισχίλιος, α, ον, with collective Nouns, e. g. ἵππος Hdt.7.158.

German (Pape)

[Seite 644] αι, α, zweitausend; Plat. Critia. 118 a; bei Collectivis auch im sing, z. B. δισχιλίη ἵππος, Her. 7, 158.

Greek (Liddell-Scott)

δισχίλιοι: [ῑ], -αι, -α, δύο χιλιάδες, Ἡρόδ. 2. 44, κτλ.· ποιητ. δισχίλοις ἀνδραπόδεσσιν Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 26. 7· -ἑνικ. δισχίλιος, α, ον, μετὰ περιληπτικῶν ὀνομάτων, π.χ. ἵππος Ἡρόδ. 7. 158.

French (Bailly abrégé)

αι, α;
deux mille ; au sg. δισχιλίη (ion.) ἵππος HDT troupe de 2 000 cavaliers.
Étymologie: δίς, χίλιοι.