ές, (ῥήγνυμι)
A broken in twain, E.HF1008 (lyr.).
δῐχορρᾰγής: -ές, (ῥήγνυμι) εἰς δύο τεθραυσμένος, κίων Εὐρ. Η. Μ. 1009.
ής, ές :brisé en deux.Étymologie: δίχα, ῥήγνυμι.