διχορραγής

Revision as of 19:52, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ές, (ῥήγνυμι)

   A broken in twain, E.HF1008 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

δῐχορρᾰγής: -ές, (ῥήγνυμι) εἰς δύο τεθραυσμένος, κίων Εὐρ. Η. Μ. 1009.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
brisé en deux.
Étymologie: δίχα, ῥήγνυμι.