δίωσις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A pushing asunder, forcing open, Arist.Pr.964a22, Ph. 243b4. II putting off 'sine die', δίκης Id.Rh.1372a33.
German (Pape)
[Seite 650] ἡ, das Weg- oder Durchstoßen, Arist. probl. 34, 8; δίκης, Abwenden der Strafe, Rhet. 1, 12.
Greek (Liddell-Scott)
δίωσις: -εως, ἡ, τὸ ὠθεῖν μακράν, ἄπωσις, Ἀριστ. Προβλ. 34. 8. ΙΙ. ἡ ἀπόρριψις, ἀργοπορία, ἀναβολή, δίκης ὁ αὐτ. Ρητ. 1. 12, 8.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
défense contre une accusation.
Étymologie: διωθέω.