δίωσις
οἱ μὲν εὐποροῦμεν οἱ δ' ἀλύομεν → some of us prosper and others are at our wit's end, some of us are prospering and others of us are at our wit's end
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A pushing asunder, forcing open, Arist.Pr.964a22, Ph. 243b4.
II putting off 'sine die', δίκης Id.Rh.1372a33.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 dilatación, expansióncomo una forma de movimiento, Arist.Ph.243b4
•en la respiración, al espirar, op. συναγωγή ‘contracción’, Arist.Pr.964a22.
2 jur. dilación, retraso δίκης Arist.Rh.1372a33, 35.
3 impulso, empuje τοῦ πνεύματός τε καὶ τῶν ὑγρῶν en la respiración, op. ὁλκή Erasistr.230, en la defecación, Gal.2.195.
German (Pape)
[Seite 650] ἡ, das Weg- oder Durchstoßen, Arist. probl. 34, 8; δίκης, Abwenden der Strafe, Rhet. 1, 12.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
défense contre une accusation.
Étymologie: διωθέω.
Russian (Dvoretsky)
δίωσις: εως ἡ
1 отталкивание (ἡ δ. ἄπωσίς ἐστι Arst.);
2 выталкивание (τὸ ἐμπνεῦσαι δ. τίς ἐστι Arst.);
3 юр. отклонение, отвод (δίκης, ἐκτίσεως Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
δίωσις: -εως, ἡ, τὸ ὠθεῖν μακράν, ἄπωσις, Ἀριστ. Προβλ. 34. 8. ΙΙ. ἡ ἀπόρριψις, ἀργοπορία, ἀναβολή, δίκης ὁ αὐτ. Ρητ. 1. 12, 8.
Greek Monolingual
δίωσις, η (Α)
1. απώθηση
2. αναβολή.
Greek Monotonic
δίωσις: -εως, ἡ, απώθηση, αργοπορία, καθυστέρηση, σε Αριστ.
Middle Liddell
δίωσις, εως n, a pushing off, delaying, Arist.