διωθέω
ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death
English (LSJ)
aor.
A διῶσα Hom. (v. infr.), διέωσα X.HG2.1.8, ἐδίωσα codd. in Hero Aut.24.3:—push asunder, tear away, [πτελέη] ἐκ ῥιζέων ἐριποῦσα κρημνὸν… διῶσε the elm as it fell uprooted tore the bank away, Il.21.244; διώσας καὶ κατακτείνας ἐχθρούς E.Heracl.995; drive apart, τῶν ὀφθαλμῶν τὰς διεξόδους Pl.Ti.67e.
2 thrust through, τι διά τινος X.HG2.1.8, Plb.21.28.14.
II more freq. in Med. (fut. διώσομαι Democr.191), force one's way through, break through, τὰ γέρρα Hdt.9.102; τὸν ὄχλον X.Cyr.7.5.39; τὰς τάξεις Plb.11.1.12; δ. τὴν ὕλην, of roots, Thphr. HP 8.11.8; τὴν θάλατταν, of a river, Plb.4.41.4.
2 push from oneself, push away, τοῖς κόντοις διεωθοῦντο, of sailors, Th.2.84; ἡ γαστὴρ δ. τὸ περιττὸν εἰς τὴν νῆστιν Gal. 5.567; repulse, στρατὸν ἰθυμαχίῃ Hdt.4.102; οἷς [πέτροις]… διώσει στρατόν A.Fr.199.9 (Dobr.); κῆρας Democr. l. c.; τὰς τύχας E.HF 315; ψευδῆ λόγον καὶ συκοφαντίαν repel it, D.21.124; τὴν ἐπιβουλήν Id.58.65: abs., get rid of danger, Hdt.9.88.
3 reject, τὴν εὔνοιαν Id.7.104; ὃ μὴ προσίενται Th.4.108; τὴν ἐπικουρίαν Arist.EN1163b25; of bribes, D.19.139: abs., refuse, Hdt.6.86.β, Plu.Brut.52: so pf. Pass. διῶσμαι cj. for δίωμαι in this sense, Thgn.1311.
Spanish (DGE)
• Morfología: [v. med. fut. 2a sg. διώσῃ A.Fr.199.9, διώσεαι Democr.B 191; aor. ind. sin aum. διῶσεν Il.21.244, 3a plu. διέωσαν X.HG 2.1.8]
I 1introducir, meter c. ac. y διά c. gen. οὐ διέωσαν διὰ τῆς κόρης τὰς χεῖρας X.l.c., τρήματα δύο ... δι' ὧν διωθοῦντες τὰς σαρίσας Plb.21.28.14, sólo c. ac. ἐδίωσα τὸν ἐπίουρον Hero Aut.24.3, τὰς ψήφους διωθεῖν meter las cuentas en el ábaco, e.e., hacer los cálculos Thphr.Char.24.12
•c. ἐς y ac. incluir en v. pas. ἐὰν εἰς κύβον δύο κύλινδροι διωσθῶσιν Hero Metr.2.1.
2 destrozar ἡ δ' ἐκ ῥιζέων ἐριποῦσα κρημνὸν ἅπαντα διῶσεν este (olmo) cayendo desde las raíces destrozó toda la orilla, Il.l.c.
II 1abrirse paso por, forzar c. ac. en plu. o colect. τὰς ἀντιάδας del médico para aplicar una cura en el fondo de la garganta, Hp.Morb.2.30, del llanto τῶν ὀφθαλμῶν τὰς διεξόδους βίᾳ διωθοῦσαν abriéndose paso a la fuerza por los pasajes de los ojos Pl.Ti.68a, en v. med. διωσάμενοι ... τὰ γέρρα Hdt.9.102, τὸν ὄχλον X.Cyr.7.5.39, de una semilla διωσάμενος ταύτην (ὕλην) Thphr.HP 8.11.8, διωσάμενα τὰς τάξεις Plb.11.1.12, αἱ ῥύσεις τῶν ποταμῶν ... διωθοῦνται τὴν θάλατταν Plb.4.41.4.
2 rechazar ἐμοὺς ἐχθρούς E.Heracl.995
•más frec. en v. med. διώσῃ ῥᾳδίως Λίγυν στρατόν A.Fr.199.9, οὐκ ὀλίγας κῆρας ἐν τῷ βίῳ διώσεαι Democr.l.c., τὰς τύχας E.HF 315, στρατὸν ἰθυμαχίῃ διώσασθαι rechazar al ejército en una lucha abierta Hdt.4.102, οὓς οὐ ῥᾴδιον φανερῶς διωθεῖσθαι Pl.Ep.363b, τοὺς μὲν γὰρ εὔνους καὶ μάλιστα φίλους ... διωθεῖτο Ph.2.520, εὐνοίην ... διωθέεσθαι Hdt.7.104, ὃ δὲ μὴ προσίενται ... διωθεῖσθαι Th.4.108, οὐχ ὧδε κῆδος σὸν διώσεται πόσις E.Andr.869, πάντα ταῦτ' ... διεωθοῦντο D.19.139, cf. Plb.18.41.4, διεωσάμην ... ψευδῆ λόγον καὶ συκοφαντίαν D.21.124, cf. I.AI 15.168, διώσασθαι τὴν ... ἐπιβουλήν D.58.65, cf. Arist.EN 1163b25, διωθεῖτο τὴν ἀρχήν I.BI 4.604, τὰ νοσερὰ διωθούμενοι Ph.1.516, cf. D.L.7.85, εἰ μὴ διωθεῖται τὰ παρὰ τῆς τύχης Philostr.VA 5.35
•c. instrum., en v. pas. χρήμασι ἐπεποίθεσαν διώσεσθαι (ἀντιλογίην) estaban convencidos de que sería rechazada (la imputación) por medio de dinero Hdt.9.88
•concr. empujar τοῖς κοντοῖς διεωθοῦντο (los marineros) empujaban con los varales Th.2.84, διωθούμενοι ταῖς χερσίν Str.16.4.17, cf. Hsch.
•en sent. fisiol. expulsar, eliminar ἔστ' ἂν ... ἡ γαστὴρ ... διώσηται τὸ περιττὸν ἅπαν εἰς τὴν νῆστιν Gal.5.567.
3 abs. en v. med. rehusar ὁ δὲ διωθέετο ἀντυποκρινόμενος τοιάδε pero éste rehusó contestando así Hdt.6.86β, τοῦ δὲ Βολουμνίου διωσαμένου Plu.Brut.52.
French (Bailly abrégé)
διωθῶ :
f. διώσω;
1 pousser à travers;
2 pousser violemment (dans le vide), précipiter, acc.;
Moy. διωθέομαι, διωθοῦμαι (f. διώσομαι, ao. διεωσάμην);
I. repousser loin de soi, acc. ; fig. :
1 repousser, se défendre contre, acc. ; abs. écarter un danger;
2 repousser avec dédain, refuser, acc.;
II. se repousser l'un l'autre;
III. se frayer un chemin à travers, acc..
Étymologie: διά, ὠθέω.
German (Pape)
(ὠθέω), durchstoßen, auseinander reißen; Hom. Il. 21.244, von einer πτελέη, ἡ δ' ἐκ ῥιζέων ἐριποῦσα κρημνὸν ἅπαντα διῶσεν, riß das steile Ufer auseinander, vgl. Scholl. Herodian.; στρατόν, zersprengen, Aesch. frg. 182; διωσάμενοι τὰ γέρρα Her. 9.102; τὰς τῶν ὀφθαλμῶν διεξόδους Plat. Tim. 67e; Sp.; δι' ὧν (τρημάτων) διωθοῦντες τὰς σαρίσσας PoI. 22.11.17; τὴν αἰχμὴν ἐπὶ θάτερα Plut. Philp. 17. – Med., von sich stoßen, zurückdrängen, verschmähen; κῆδος Eur. Andr. 870; τὸν Δαρείου στρατὸν ἰθυμαχίῃ Her. 4.102; τὸν ὄχλον, sich durch die Menge drängen, Xen. Cyr. 7.5.39; Gegensatz στέργειν, Her. 7.104; τὴν ἐπικουρίαν, Arist. Eth. 1.8; von sich abwehren, Thuc. 2.84; verwerfen, 4.108; ψευδῆ λόγον καὶ συκοφαντίαν, widerlegen, Dem. 21.124; vgl. Plat. Theaet. 163c und Sp.; τὰς χάριτας Plut. Alex. 39; τὴν ἀρχήν Cic. 39.
Russian (Dvoretsky)
διωθέω: (fut. διώσω - med. διώσομαι и διωθήσομαι)
1 разрывать, разбивать, разрушать, разметать (κρημνὸν ἅπαντα Hom.);
2 разгонять (διώσας καὶ κατακτείνας ἐχθρούς Eur.);
3 втыкать, вгонять, вонзать (τὰς σαρίσσας διά τινος Polyb.);
4 пробивать, пронзать (τὰς διεξόδους Plat.; τὸ στέρνον Plut.); med. пробиваться, прорываться: δ. τι Her., Xen., Polyb. прокладывать себе путь через что-л.;
5 med. давать отпор, отгонять, отражать (στρατόν Aesch., Her., τὰς τύχας Eur.);
6 med. отталкиваться друг от друга (τοῖς κόντοις Thuc.);
7 med. отвергать, отклонять (τὴν εὔνοιαν Her.; τὴν ἐπικουρίαν Arst.; δωρεὰς μεγάλας Plut.);
8 med. досл. вырываться, перен. освобождаться, ускользать от беды (χρήμασι Her.): διώσασθαι τὸ πῦρ Plut. спастись от огня.
Greek (Liddell-Scott)
διωθέω: μέλλ. διωθήσω καὶ διώσω· ‒ ὠθῶ χωριστά, ἀπο-κόπτω, ἀποσπῶ, [πτελέη] ἐκ ῥιζέων ἐριποῦσα κρημνὸν… διῶσεν, ἡ πτελέα ἐκριζωθεῖσα καὶ πεσοῦσα ἀπέσπασε καὶ ἐχώρισε τὸν κρημνόν, τὴν ὄχθην, Ἰλ. Φ. 244· διώσας... ἐχθροὺς Εὐρ. Ἡρακλ. 995. 2) σταματῶ, φράττω, τὰς διεξόδους Πλάτ. Τιμ. 67Ε. 3) ῥίπτω διὰ μέσου, διαπερῶ, τι διά τι Πολύβ. 22. 11, 17, πρβλ. Πλούτ. Βρούτ. 52. ΙΙ. συχνότερον κατὰ μέσ. τύπον, ὠθῶ μακρὰν χάριν ἐμαυτοῦ, ἐκβιάζω τὴν ὁδὸν διὰ μέσου, ὁρμῶ διὰ μέσου, κάμνω ῥῆγμα, τὰ γέρρα Ἡρόδ. 9. 102· τὸν ὄχλον Ξεν. Κύρ. 7. 5, 39· τὰς τάξεις Πολύβ. 11. 1, 12· δ. τὴν ὕλην, ἐπὶ ῥιζῶν, Θεόφρ. Ι. Φ. 8. 11, 8· τὴν θάλατταν, ἐπὶ ποταμοῦ, Πολύβ. 4. 41. 4· ‒ ἀπολ., διωθεῖσθαι πρός τι Πλούτ. Αἰμιλ. 1, κτλ. 2) ἀπωθῶ, ἀποκρούω, τοῖς κοντοῖς διωθοῦντο, ἐπὶ ναυτῶν κωλυόντων τὰ πλοῖα ἀπὸ συγκρούσεως, Θουκ. 2. 84· ‒ ἀπωθῶ, ἀποκρούω, στρατὸν ἰθυμαχίῃ Ἡρόδ. 4. 102· οἷς [πέτροις]... διώσει στρατὸν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 196. 9· δ. τὰς τύχας Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 315· ψευδῆ λόγον καὶ συκοφαντίαν, ἀποκρούω, Δημ. 555. 18· τὴν ἐπιβουλὴν ὁ αὐτ. 1342. 20· ‒ ἀπολ., ἀπαλλάττομαι τοῦ κινδύνου, ἀποκρούω τὸν κίνδυνον, ἀπομακρύνω, Ἡρόδ. 9. 88. 3) ἀπορρίπτω, Λατ. respuere, τὴν εὔνοιαν ὁ αὐτ. 7. 104· ὃ μὴ ἐφίενται Θουκ. 4. 108· τὴν ἐπικουρίαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 14, 4· ‒ ἀπολ., ἀρνοῦμαι, Ἡρόδ. 6. 86, 2· ὁ Bgk. ἀναγινώσκει παθ. πρκμ. διῶσμαι ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας, Θέογν. 1311.
English (Autenrieth)
only aor. διῶσε, forced away, tore away, Il. 21.244†.
Greek Monotonic
διωθέω: μέλ. -ωθήσω και -ώσω,
I. 1. ωθώ, σπρώχνω χωριστά, αποκόπτω, διαμελίζω, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
2. διαπερνώ, τρυπώ, σε Πλούτ.
II. Μέσ., ωθώ, σπρώχνω μακριά για τον εαυτό μου, ορμώ διαμέσου, προκαλώ ρήγμα, με αιτ., σε Ηρόδ., Ξεν.
3. απωθώ, αποκρούω, λέγεται για ναύτες που εμποδίζουν τα πλοία να συγκρουστούν, σε Θουκ.· διώχνω, αποκρούω, απωθώ, σε Ηρόδ., Ευρ.· απόλ., απαλλάσσομαι από τον κίνδυνο, απομακρύνομαι από αυτόν, σε Ηρόδ.
4. απορρίπτω, Λατ. respuere, στον ίδ., σε Θουκ.· απόλ., αρνούμαι, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
fut. -ωθήσω fut -ώσω
I. to push asunder, tear away, Il., Eur.
2. to thrust through, Plut.
II. Mid. to push asunder for oneself, force one's way through, break through, c. acc., Hdt., Xen.
2. to push from oneself, push one another away, of seamen keeping ships from collision, Thuc.:— to drive back, repel, repulse, Hdt., Eur.:—absol. to get rid of danger, Hdt.
3. to reject, Lat. respuere, Hdt., Thuc.:—absol. to refuse, Hdt.